Για εγκλωβισμό των των χωρών της νότιας Ευρώπης στην «παγίδα του χρέους» για τα επόμενα 20 χρόνια κάνει λόγο σε δημοσίευμά της η Handelsblatt, επικαλούμενη μελέτη του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας, ενώ σημειώνει πως κατ΄ εξαίρεση μόνο η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν ρεαλιστικές πιθανότητες να ξεφύγουν από τη μέγγενη του χρέους για τρεις λόγους.
«Εγκλωβισμένοι στην παγίδα του χρέους» είναι ο τίτλος σε ανάλυση της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt, που αναδημοσιεύεται στην DW και το οποίο επικαλείται πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας με έδρα την Κολωνία (IW), προβλέπει ότι στα επόμενα 20 χρόνια το δημόσιο χρέος των χωρών της Νότιας Ευρώπης θα επανέλθει σε ανησυχητικά επίπεδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι στις «χώρες της Νότιας Ευρώπης» η έρευνα συμπεριλαμβάνει και τη Γαλλία.
Ακόμη πιο αξιοσημείωτο: οι Γερμανοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι μόνο η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν ρεαλιστικές πιθανότητες να ξεφύγουν από την μέγγενη του χρέους!
Πώς εξηγείται αυτή η πρόβλεψη; Σύμφωνα με την Handelsblatt η έρευνα βασίζεται σε τρεις παραμέτρους-σενάρια:
- Το πρώτο αντανακλά προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για τα δημοσιονομικά στοιχεία και τους δείκτες ανάπτυξης για το έτος 2026 και τις επεκτείνει ως το 2041.
- Το δεύτερο σενάριο θεωρεί δεδομένο ότι οι χώρες αυτές επανέρχονται στην πολιτική που ασκούσαν πριν την πανδημία, στην περίοδο 2016-2019, για την οικονομική ανάπτυξη και την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
- Η τρίτη υπόθεση εργασίας, σε ένα worst-case scenario, προβάλλει στην περίοδο 2027-2041 την εξέλιξη οικονομικών μεγεθών όπως είχαν καταγραφεί στα χρόνια της ευρω-κρίσης, από το 2012 μέχρι το 2019. Τα (οικονομετρικά) μοντέλα συνυπολογίζουν τις δημογραφικές εξελίξεις και την αναμενόμενη διακύμανση επιτοκίων».
Θετικό χαρακτηρίζεται το γεγονός ότι δημόσιοι πιστωτές, όπως ο ESM, κατέχουν σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους
Με βάση όλα τα προηγούμενα, το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας καταλήγει στην εξής πρόβλεψη, σύμφωνα πάντα με την Handelsblatt: «Η Πορτογαλία, με βάση τη μελέτη, θα μπορούσε να μειώσει το ποσοστό του χρέους επί του ΑΕΠ, από το σημερινό 131% στο 74% μέχρι το 2041.
Η Ελλάδα, που είναι σήμερα με ποσοστό 207% η πιο υπερχρεωμένη χώρα της ευρωζώνης, θα μπορούσε να περιορίσει το χρέος της στο 139% του ΑΕΠ μέχρι το 2041.
Και οι δύο χώρες επωφελούνται από ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης κι ένα καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας, που οδηγεί σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Επιπλέον, αποτελεί σχετικά ευνοϊκή αφετηρία για την Ελλάδα σημερινή η δομή του δημοσίου χρέους, το οποίο, σε ποσοστό 75%, βρίσκεται στα χέρια πιστωτών του δημοσίου τομέα, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Τα επιτόκια των δανείων είναι χαμηλά και η περίοδος αποπληρωμής εκτείνεται ως το 2070».
Οι αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας
Στην επίκαιρη συζήτηση για αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας στην ευρωζώνη αναφέρεται η Süddeutsche Zeitung. Οι αλλαγές κρίνονται επιβεβλημένες, καθώς «κάθε τόσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παραβιάζουν το πνεύμα ή ακόμη και το γράμμα του κανονιστικού πλαισίου για το νοικοκύρεμα των δημοσίων οικονομικών.
Επιπλέον σχεδόν κάθε κυβέρνηση προτείνει αλλαγές. Η πραγματικότητα είναι ότι από την καθιέρωσή του με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, το 1997, το Σύμφωνο Σταθερότητας έχει υποστεί πολλές προσαρμογές».
Σήμερα, όπως επισημαίνει η εφημερίδα του Μονάχου, «το Παρίσι και η Ρώμη πιέζουν, ώστε να μην περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ελλείμματος συγκεκριμένες μορφές δημοσίων επενδύσεων. Η αυστριακή κυβέρνηση αρνείται μετ' επιτάσεως να αποδεχθεί παρόμοιες εξαιρέσεις. Με ενδιαφέρον αναμένεται η τοποθέτηση του γερμανού υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ από το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP)».
Στα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας είχε επιμείνει ιδιαίτερα η χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση του Χέλμουτ Κολ, με υπουργό Οικονομικών τον Τέο Βάιγκελ. Ωστόσο, όπως υπενθυμίζει η Süddeutsche Zeitung, «η ειρωνεία ήταν ότι η ίδια η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ήταν εκείνη που υπέσκαψε την αξιοπιστία του Συμφώνου, μόλις λίγα χρόνια μετά την αποχώρηση του Βάιγκελ.
Το 2002 ο τότε σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ απέτρεψε την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής από την Κομισιόν στη Γερμανία λόγω υπερβολικού ελλείμματος. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση οργάνωσε την απαραίτητη αναστέλλουσα μειοψηφία στο Συμβούλιο Υπουργών και κατ' αυτόν τον τρόπο υπονόμευσε το κύρος της Κομισιόν ως ανεξάρτητου ελεγκτή για το χρέος.
Επιπλέον, μετά από τρία χρόνια Γαλλία και Γερμανία επέβαλαν μία χαλάρωση των κανόνων, παρά την οργισμένη αντίδραση μικρότερων χωρών με έφεση στη δημοσιονομική πειθαρχία, όπως η Αυστρία και η Ολλανδία».