Δυο φαινομενικά ασύνδετες εκθέσεις σηματοδοτούν με πολύ ιδιαίτερο τρόπο το πέρασμα από το ‘21 στο ‘22 στο μουσειακό-εκθεσιακό σύμπαν της Αθήνας. Κι αυτό είναι κάτι αξιοπρόσεκτο σε μια περίοδο που μεσουράνησαν σπουδαίες εκθέσεις με αφορμή τη διακοσιετηρίδα του 1821. Όμως η απερχόμενη έκθεση «Ο γαλαξίας μου: Μίκης Θεοδωράκης» στο ΜΜΑ και η πρόσφατα εγκαινιασμένη «Παπαδοπούλου 100 - Η ιστορία της Εταιρείας 1922-2022» στο Μουσείο Μπενάκη (η μουσειολογική επιμέλεια για αμφότερες ανήκει στην Ερατώ Κουτσουδάκη) μας λένε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για την πολύ πρόσφατη ιστορία μας, για την Ελλάδα που αναδύθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από ερείπια στο λυκαυγές του μεταπολεμικού κόσμου.
Το προσωπικό-οικογενειακό αρχείο του κορυφαίου δημιουργού και το εταιρικό αρχείο μιας επιδραστικής και ανθεκτικής βιομηχανίας έχουν σε πρώτο επίπεδο λίγα κοινά σημεία. Και πράγματι έτσι είναι. Με μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, βλέπουμε να προκύπτουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα και διεισδυτικά συμπεράσματα για καίριες όψεις της σύγχρονης πολιτιστικής και οικονομικής μας ιστορίας, εντέλει δηλαδή και της κοινωνικής μας ιστορίας.
Η πορεία ενός ανθρώπου που έχτισε όντως ένα δικό του γαλαξία, διαγράφοντας μια εκθαμβωτική τροχιά από την ελληνική προπολεμική περιφέρεια ως την παγκόσμια καλλιτεχνική καταξίωση στον καμβά του ψυχροπολεμικού και μεταψυχροπολεμικού κόσμου, αλλά παρέμεινε πάντα και ταγμένος πολίτης του τόπου του. Η πορεία μιας οικογενειακής επιχείρησης από τον χώρο του μείζονος ελληνισμού στο ανασυντασσόμενο ελληνικό κράτος, με την τόλμη να εισαγάγει και να καθιερώσει σε μαζική χρήση ένα προϊόν «πολυτελείας» με βορειοευρωπαϊκό αέρα σε μια βαλκανική κοινωνία με μεγάλη ανέχεια.
Όψεις της Ελλάδας του 20ού αιώνα πολύτιμες και καθόλου αυτονόητες. Μια κοινωνία ανασφάλειας, αλλά και αξιοθαύμαστης αυτοπεποίθησης. Άνθρωποι που όταν δεν έβρισκαν αυτό που έψαχναν ή που τους αντιπροσώπευε, απλά έβαζαν τα δυνατά τους και το δημιουργούσαν οι ίδιοι, προτείνοντάς το και σ’ όλους τους άλλους.
Ένας λαός που είχε τη δυνατότητα να μεταβολίζει αλλεπάλληλες απογοητεύσεις και καταστροφές, παράγοντας σχέδια για το μέλλον. Μια χώρα που μπορούσε να απορροφά σκληρά κύματα των καιρών και να μετατρέπει τη δυναμική ενέργεια των κύκλων της ιστορίας σε αναμορφωτική δύναμη για νέους δρόμους δημιουργίας, αδιάφορο αν είναι στην τέχνη ή το επιχειρείν, την παιδεία ή την πολιτική ακόμα. Γιατί βαδίζοντας σε αυτούς τους δρόμους, κατάφερε τελικά η Ελλάδα να βγει από το σκοτεινό δάσος της φτώχειας και του αυταρχισμού στο ξέφωτο της ευημερίας και της δημοκρατίας.
Είναι απολύτως κρίσιμο να μην εξιδανικεύουμε το παρελθόν, εξίσου όμως σκόπιμο είναι να το κατανοούμε. Αυτή η κατανόηση είναι η καύσιμη ύλη του στοχασμού για πολλά που μας απασχολούν σε ενεστώτα χρόνο. Έχοντας περάσει μια πεντηκονταετία ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και διεύρυνσης της ευημερίας, η τελευταία δωδεκαετία μας έφερε αντιμέτωπους με την κατάρρευση κάθε βεβαιότητας για το μέλλον. Έχοντας χάσει την ικανότητα να αφομοιώνουμε τις διαψεύσεις, ο κλονισμός ήταν ισχυρός.
Έπρεπε ως λαός και κοινωνία να μάθουμε ξανά από την αρχή να αντέχουμε και να στήνουμε τις ζωές μας ξανά, μετά από μια σειρά οικονομικά δεινά, πρόσφατα να ζούμε με περιορισμούς, ρυθμίσεις, ασυνήθιστες συμβάσεις κι ανασφάλεια για την υγεία και τη ζωή μας ακόμα. Όλα αυτά μας ωθούν να αναζητήσουμε υποδείγματα συμπεριφοράς που είχαμε φυλάξει για καιρό. Τα ιδιωτικά αρχεία αποδεικνύονται πολύτιμοι ταμιευτήρες δημιουργικού ήθους και όταν ως υλικό ευτυχούν να παρουσιάζονται με αισθητική αρτιότητα και νοηματική σαφήνεια, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι καταλυτικό.
Το μουσικό έργο και ο κοινωνικός βίος της ανοικονόμητης προσωπικότητας του Μίκη Θεοδωράκη και το επιχειρηματικό και βιομηχανικό γενεαλογικό δένδρο των προϊόντων Παπαδοπούλου συγκλίνουν αναπάντεχα στην επανανακάλυψη μιας σιωπηλής αλλά αξιόπιστης Ελλάδας. Σιωπηλής, όπως και η γενιά που τη σήκωσε στην πλάτη της, αξιόπιστης γιατί ήξερε καλά να βασίζεται στον δικό της κόπο. Αυτές είναι ιδιότητες που σταδιακά εξέλιπαν στον κοινωνικό μας χαρακτήρα κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν το «ελληνικό θαύμα».
Αποκτήσαμε την τάση να κάνουμε φασαρία για τον εαυτό μας και να βασιζόμαστε όλο και περισσότερο σε όσα μας δίδονται και παραδίδονται. Η άνεση του ετερόφωτου χάνεται, όμως, όταν εκλείψει η ενέργεια που έρχεται απ’ έξω.
Η Ελλάδα στο μεσουράνημα του 20ού αιώνα υπήρξε αυτόφωτη, ακόμα και τις ευκαιρίες τις δημιουργούσε ή τις εκμεταλλευόταν πολλαπλά, προσθέτοντας προσωπικό μόχθο. Αυτή η αίσθηση της προκοπής, της προσωπικής και ομαδικής αρετής, του αυτόφωτου, πηγάζει αβίαστα από τις δύο αυτές εκθέσεις. Η νοηματική τους συναλληλία πλουτίζει όχι απλώς αισθητικά ή και γνωστικά, αλλά και ηθικά, με την πρωταρχική έννοια της αναφοράς στον χαρακτήρα.
Είναι αλήθεια ότι μέσα από τις απρόσμενες αντιξοότητες των τελευταίων χρόνων μαθαίνουμε ως λαός και κοινωνία να βαδίζουμε ξανά χωρίς υποβοήθηση, ταυτόχρονα αναπτύσσουμε ξανά αυθεντική εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας. Δε θα μπορούσαν αυτές οι εκθέσεις να έρθουν σε πιο καίριο χρόνο: στο επιστέγασμα της οδυνηρής περιόδου διόρθωσης της πορείας μας και στο γύρισμα μεταξύ δύο μεγάλων επετείων της σύγχρονης ιστορίας μας, που γέννησαν το ελληνικό κράτος και τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αντίστοιχα.
Συλλογικά και συνολικά, αν τις αντιμετωπίσουμε ως πηγές νοήματος, οι εκθέσεις των αρχείων του Μίκη Θεοδωράκη και της βιομηχανίας Παπαδοπούλου μας προσφέρουν γόνιμα ουσία για τον 21ο αιώνα: μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στη δουλειά μας και τα όνειρά μας.
* Ο Γιάννης Χαραλαμπίδης είναι Ιστορικός, ΠΜΣ Σύγχρονη Ελληνική & Ευρωπαϊκή Ιστορία, Πανεπιστήμιο Κρήτης