Η παγκόσμια ανάπτυξη αρχίζει σιγά- σιγά να πατάει φρένο. Η αβεβαιότητα καθυστερεί και επηρεάζει επενδύσεις, ο πληθωρισμός κάνει σπριντ και η εκρηκτική αύξηση του ενεργειακού κόστους αγγίζει και τον πλούσιο Βορρά. Η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ μιλά για παγκόσμια ανάπτυξη 3% φέτος, επίδοση που θα βαίνει μειούμενη από το 2023 και μετά.
Και η ελληνική οικονομία ; Επίσης αρχίζει σταδιακά να φρενάρει. Η ανάπτυξη θα κλείσει φέτος μεταξύ 3,5%-4%, σύμφωνα με το σενάριο του ΙΟΒΕ, έναντι 8,3% πέρυσι. Ο πληθωρισμός στο 9%-9,6% από 1,2% πέρυσι. Η κατανάλωση στο 3%-4% από 8,8% πέρυσι. Οι εξαγωγές στο 12%-14% από 24,1% το 2021. Και οι επενδύσεις στο 13%-15% από 24% την περσινή χρονιά. Επιδόσεις που δεν έχουν λάβει υπόψιν το καταστροφικό σενάριο για την Ευρώπη μιας συνολικής διακοπής των ρωσικών ροών αερίου μέσα στον χειμώνα.
Τηρουμένων των αναλογιών, η εικόνα για την Ελλάδα δεν είναι απογοητευτική. Το ερώτημα είναι τι μπορεί να ανατρέψει τις προβλέψεις αυτές, αλλά και τι διάρκεια θα έχει το φρένο.
Δύο οι βασικές πηγές ανησυχίας, σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ Νίκο Βέττα, το ενεργειακό και η αύξηση των επιτοκίων.
Το ενεργειακό
Ο πληθωρισμός τρέχει πιο γρήγορα στην Ελλάδα απ’ ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το ιστορικό υψηλό 27 ετών (στο α’ 5μηνο) «είναι μια δηλητηριώδης ουσία που έχει μπει στο σώμα της οικονομίας, δεν προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρά έχει βρει πρόσφορο έδαφος σε εγχώριες αδυναμίες», όπως είπε ο κ. Βέττας. Στο γεγονός ότι η απότομη αύξηση της κατανάλωσης μετά την πανδημία βρήκε τομείς ανέτοιμους από πλευρά παραγωγής να καλύψουν την ζήτηση, αλλά και στις ανεπαρκείς συνθήκες ανταγωνισμού σε κρίσιμους τομείς. Βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει, όχι όμως τέτοια ώστε να δούμε μια επενδυτική έκρηξη. Και μόνο πάντως το γεγονός ότι ο πληθωρισμός πιέζει τις Κεντρικές Τράπεζες σε επιταχυνόμενες αντιδράσεις δεν είναι καλό για μια οικονομία με μεγάλο ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, και κυρίως ανάγκη να τρέξουν γρήγορα οι επενδύσεις. Μια πολύ απότομη άνοδος των επιτοκίων μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη της ανεκτής επιβράδυνση της οικονομίας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος μείωσης του πληθωρισμού, παρά μόνο μια πτώση της ζήτησης από τους καταναλωτές.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού
Δεύτερη πηγή ανησυχίας, η κατακόρυφη άνοδος του κόστους δανεισμού της χώρας, μεγαλύτερη από την αντίστοιχη σε χώρες, όπως η Γερμανία. Το spread (213,8 μονάδες βάσης) είναι υψηλότερο σήμερα απ’ ότι πριν τα μνημόνια. Και μπορεί το ελληνικό κόστος να είναι πλέον πιο μεσομακροπρόθεσμο με ρυθμισμένα τα επιτόκια, ωστόσο η άνοδος του 10ετούς ομολόγου (στο 3,28% σήμερα) επηρεάζει και το κόστος χρηματοδότησης για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ενα κόστος χρηματοδότησης της χώρας που είχε κρατηθεί χαμηλά στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP της ΕΚΤ.
Ένα τρίτο ερώτημα αφορά το τι θα γίνει με το Ταμείο Ανάκαμψης. Η εικόνα της οικονομίας θα είναι εντελώς διαφορετική, εφόσον τρέξει το RRF, δηλαδή αυξηθεί η παραγωγή, της οποίας τα οφέλη θα διοχετευτούν σε ενίσχυση των εισοδημάτων. Τα ερωτήματα και εδώ πολλά. Το ενδεχόμενο το Ταμείο Ανάκαμψης να προσλάβει άλλο χαρακτήρα και να λειτουργήσει ως ο ύστατος «κουμπαράς» προκειμένου να στηριχθούν τα νοικοκυριά απέναντι στην ενεργειακή ακρίβεια, είναι υπαρκτό. Από τη μια αυτό θα ωφελήσει τους πολίτες, από την άλλη θα στερήσει χρήματα τα οποία προορίζονταν για επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις.
Το «κλαδί» που λέγεται Ευρώπη
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι κακή αλλά δεν λείπει η ανησυχία. Η βιομηχανία συνεχίζει να κάνει βήματα μπροστά, ωστόσο αρχίζει να κουράζεται από τα βάρη της ενέργειας. Οι όγκοι στο λιανικό εμπόριο κινούνται ανοδικά, απόρροια της ψυχολογικής ανάγκης για κατανάλωση που επίσης αρχίζει να δείχνει σημάδια κόπωσης. Η ανεργία μειώνεται, πλησιάζοντας το σημείο που βρισκόταν προ δεκαετίας, όμως το ερώτημα είναι αν θα παραμείνει εκεί ή θα αποκλιμακωθεί κι άλλο.
Βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή μιας περιπέτειας και το πιο σημαντικό είναι η αναφορά του κ. Βέττα ότι «εδώ και πολλές δεκαετίες η ελληνική οικονομία κρατιέται από ένα κλαδί». Του δέντρου που λέγεται Ευρώπη, και των ευρωπαικών προγραμμάτων.
Ομως δεν είναι σαφές τη μορφή θα έχει σε μερικά χρόνια το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το Brexit, η αναταραχή στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, οι προτεραιότητες ανά χώρα που αλλάζουν, όλα αυτά μαζί δεν έχουν ακόμη αποτυπωθεί στο νέο πρόσωπο της ΕΕ. Αρα, δεν πρέπει να είμαστε σίγουροι πως ό,τι και να συμβεί στο μέλλον, θα υπάρχει πάντα ένα «κλαδί» από το οποίο θα μπορεί να κρατηθεί η Ελλάδα στις δύσκολες στιγμές, όπως στο παρελθόν με τα δημοσιονομικά «πακέτα» ή με τη συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων σε κάποιο πρόγραμμα της ΕΚΤ.