Της Αγγελικής Κώττη
Όσο πλησίαζε ο μεγάλος πόλεμος, και με δεδομένη τη χιτλερική εισβολή στην Πολωνία 14 μήνες πριν, η οποία υπήρξε το έναυσμά του, η Ελλάδα έκανε προσπάθειες να ασφαλίσει τα πολυτιμότερα κτήματά της, τα αρχαία της. Ηδη από το 1937 είχαν γίνει ανάλογες προετοιμασίες, και είχαν συνταχθεί κατάλογοι αρχαιοτήτων που θα έπρεπε να αποκρυβούν, ώστε να μη καταστραφούν σε τυχόν πολεμική σύρραξη. Η Κατοχή δεν έμπαινε στο μυαλό κανενός. Ωστόσο, τα αρχαία μας κινδύνευσαν πολύ περισσότερο κατά τη διάρκειά της.
Καμπανάκια κινδύνου χτυπούσαν χρόνια πριν, αλλά «η κυβέρνηση Μεταξά, για να μη δώσει λαβή στις δυνάμεις του Άξονα να αμφισβητήσουν την ουδετερότητά της, δίσταζε να προχωρήσει φανερά σε σχετικές προεργασίες που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένδειξη προσχώρησης στις αντίπαλες δυνάμεις», σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Μιχάλης Τιβέριος στον πανηγυρικό που εκφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών το 2013. Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου πάντως, ξεκίνησε αμέσως η απόκρυψη των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν σε μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες και ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με τάξη, καταγραφή και σοβαρότητα. Οι λιγοστοί αρχαιολόγοι δεν κατάφεραν να ασφαλίσουν όλες τις αρχαιότητες όμως. Όσες δεν μετακινήθηκαν από μουσεία, αλλά κυρίως όσες ήταν ακόμη στο έδαφος, βλάφθηκαν από τα στρατεύματα κατοχής, ιδίως από τους Γερμανούς, πολλές φορές μέχρι το 1944 οπότε και η Ελλάδα απελευθερώθηκε.
Εντύπωση προξενεί η παντελής απουσία των Γερμανών αρχαιολόγων που τότε βρίσκονταν στην Ελλάδα, από την γιγαντιαία αυτή προσπάθεια. «Και όμως οι Γερμανοί αρχαιολόγοι είχαν αφιερώσει τη ζωή τους για την αποκάλυψη, διάσωση και μελέτη των αρχαιολογικών αυτών θησαυρών, εξαιτίας αυτών βρίσκονταν στη χώρα μας, και επιπλέον η Γερμανία δεν είχε ακόμη εμπλακεί σε πόλεμο με την Ελλάδα», τονίζει ο αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός. «Το Βερολίνο μάλιστα ήταν αντίθετο με την επίθεση του Μουσολίνι τη δεδομένη εκείνη χρονική στιγμή, γι' αυτό και κράτησε στο ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου μια, σιωπηρή έστω, ουδετερότητα.
Η απουσία των Γερμανών αρχαιολόγων από την προσπάθεια απόκρυψης και διάσωσης των αρχαιοτήτων, στην οποία είχε πάρει μέρος, νεαρός τότε, και ο ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης, είναι αδικαιολόγητη. Μόνο ο Otto Walter είχε προστρέξει να προσφέρει απλόχερα τη βοήθειά του? ο Walter δεν ήταν όμως Γερμανός αλλά Αυστριακός και είχε ενσωματωθεί στο προσωπικό του Γερμανικού Ινστιτούτου ως δεύτερος υποδιευθυντής του από τη στιγμή που η χώρα του προσαρτήθηκε στο Γ? Ράιχ, με αποτέλεσμα να διαλυθεί το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και να απορροφηθεί από το αντίστοιχο Γερμανικό. Είναι τουλάχιστον αντιφατικό από τη μια να ερευνάς επισταμένως τα υλικά κατάλοιπα ενός πολιτισμού, τον οποίο θεωρείς 'υπόδειγμα για το εθνικό και πολιτικό όραμα της χώρας σου' και από την άλλη να αδιαφορείς για τη διαφύλαξη και διάσωσή τους. Στην αντίφαση αυτή πρέπει να συνέβαλαν, εκτός των άλλων, προσωπικά ιδεολογικά και κομματικά 'πιστεύω'. Ο τότε διευθυντής του Ινστιτούτου Walther Wrede ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και μάλιστα ο επικεφαλής του στη χώρα μας (Landesgruppenleiter)».
Οι Έλληνες αρχαιολόγοι είχαν εξαιρετικές σχέσεις με τους Γερμανούς μέχρι τον πόλεμο και έκαναν τις μεταπτυχιακές τους σπουδές κατά συντριπτική πλειονότητα στη Γερμανία. Από την 27η Απριλίου του 1941, ημέρα κατά την οποία «η χιτλερική σημαία βεβήλωσε τον βράχο της Ακρόπολης, έως τη 12η Οκτωβρίου του 1944 που υπεστάλη, οι σχέσεις αυτές άλλαξαν ριζικά», λέει ο κ. Τιβέριος. «Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μεταμορφώθηκαν, έγιναν άλλοι άνθρωποι, σκαιοί και απόκοσμοι».
Ζημίαι των αρχαιοτήτων
Στο περίφημο πλέον «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» το οποίο κυκλοφόρησε από το Υπουργείον Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων το 1946, οι Χρήστος Καρούζος, Γιάννης Μηλιάδης, Μαρίνος Καλλιγάς, Γρηγόριος Ανδρουτσόπουλος και Νικόλαος Ζαφειρόπουλος (οι περισσότεροι μέλη του ΕΑΜ Αρχαιολόγων) κατέγραψαν τις περιπέτειες των αρχαιοτήτων μέχρι την Απελευθέρωση. Η έρευνα ήταν βαθιά, αλλά δεν κατέστη δυνατόν στη ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα να συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία. Τα όσα πάντως έχουν καταγραφεί, αποτελούν αποδείξεις για το έγκλημα που συντελέστηκε και στον τομέα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται, στη διάρκεια της Κατοχής σε 37 πόλεις και περιοχές της χώρας εκλάπησαν αρχαιότητες από τους Γερμανούς κατακτητές, ενώ την ίδια περίοδο Γερμανοί αρχαιολόγοι (με στρατιωτική στολή) πραγματοποίησαν παράνομες ανασκαφές σε 17 περιοχές και έστειλαν τα ευρήματα στη Γερμανία. Καταστροφές ή σοβαρές ζημιές έλαβαν χώρα και κατά την αποχώρηση των κατακτητών. Η απόκρυψη κινητών ευρημάτων, γνωστή ως «η απόκρυψη των αγαλμάτων» έσωσε πολύτιμες αρχαιότητες. Αρχαιολόγοι, εργάτες, φύλακες και λοιπό προσωπικό των μουσείων συμπεριφέρθηκαν αξιοθαύμαστα. Αρνήθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους να αποκαλύψουν πού βρίσκονται τα αρχαία και απαντούσαν σιβυλλικά «στο χώμα, όπου και ανήκουν».
Εστία συνεχών προστριβών ήταν η διενέργεια ανασκαφικών ερευνών σε διάφορα σημεία της χώρας. Στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στην Κρήτη. Εγγραφα διαμαρτυρίας εκ μέρους των κατοχικών κυβερνήσεων επιστρέφονταν ως απαράδεκτα από τις αρχές Κατοχής.
Ελάχιστες από αυτές τις λαθραία ανασκαφείσες αρχαιότητες, για τις οποίες μάλιστα δεν διαθέτουμε ανασκαφικές καταγραφές, έχουν επιστραφεί στη χώρα μας και μόνο όταν τα εντοπίσαμε και τα διεκδικήσαμε.
Σοβαρές καταστροφές βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων έγιναν και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, για λόγους αντιποίνων, τα γερμανικά στρατεύματα κατέκαιαν ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις, χωρίς να κάνουν καμιά απολύτως εξαίρεση για κανένα κτίσμα, όσο σημαντικό και αν ήταν αυτό. Ετσι αρκετές εκκλησίες εξαφανίσθηκαν από προσώπου
γης. Ακόμη, πολλές μονές, για τις οποίες υπήρχαν πληροφορίες ότι έβρισκαν σε αυτές καταφύγιο στελέχη της Αντίστασης, δέχτηκαν, από ξηράς και αέρος, την εκδικητική μανία του κατακτητή. Τον Αύγουστο του 1943 η ονομαστή βυζαντινή Μονή του Οσίου Λουκά στο Στείρι της Φωκίδας δέχεται επίθεση από τρία γερμανικά βομβαρδιστικά. Θύματα γερμανικών επιθέσεων πέφτουν και οι Μονές του Αγίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα, του Αγίου Σεραφείμ της Δομβούς, της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα, της Παρηγορήτισσας και των Βλαχερνών στην Αρτα, μονές των Μετεώρων, ενώ η Μονή Καταφυγίου ή Κουμασίων στους Κορυσχάδες της Ευρυτανίας, κτίσμα της Τουρκοκρατίας, με πολλά κειμήλια στο θησαυροφυλάκιό της, κυρίως εικόνες και χειρόγραφα, ανατινάζεται και καταστρέφεται ολοσχερώς. Καταστράφηκαν επίσης μεσαιωνικές γέφυρες και κάστρα, τμήματα αρχαιολογικών χώρων και εκλάπησαν αρχαιότητες. Ιδιαίτερη καταστροφή υπέστη η Κρήτη, λόγω της αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητας του ανώτατου στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, στρατηγού Ρίνγκελ. Ευτυχώς, στις αρχές του 1942 μετατέθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο.
Αγνωστος αριθμός
Τόσες δεκαετίες μετά, η Ελλάδα ακόμα δεν έχει βρει άκρη ως προς το πόσες αρχαιότητές της εκλάπησαν ή καταστράφηκαν από τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής. Είναι από εκείνα που οι Ελληνες δεν πρόλαβαν να κρύψουν. Ο ακριβής αριθμός δεν είναι το μόνο που αγνοεί η Ελλάδα. Εκατοντάδες αρχαιότητες που διαρπάγησαν από τους κατοχικούς στρατούς, δεν γνωρίζουμε καν σε ποιων την κατοχή βρίσκονται. Ως λάφυρα πολέμου κατασχέθηκαν από τους αντιπάλους ή πωλήθηκαν από τους στρατιώτες κατά παράβαση κάθε διεθνούς έννοιας δικαίου.
Αλλά και από τα καταγεγραμμένα, δεν γνωρίζουμε τι από όσα οι αρχαιολόγοι εκείνης της εποχής μαρτυρούν, έχει επιστραφεί.
Το 2013, η γενική διεύθυνση αρχαιοτήτων ζήτησε την καταγραφή όλων όσα είχαν κλαπεί τότε από μουσεία και αρχαιολογικές αποθήκες και χώρους. Το αποτέλεσμα ήταν περίπου ανύπαρκτο, αφού δεν εντοπίστηκε υλικό που να επιτρέπει την αντιπαραβολή.
Ο διαπρεπής αρχαιολόγος Χρήστος Καρούζος είχε επισημάνει μετά τον πόλεμο πως οι καταστροφές, μερικές ή ολικές, αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, όπως και οι κλοπές αρχαιοτήτων, «δεν αποτιμώνται εις χρήματα ουδέ δύναται η καταβολή οιασδήποτε χρηματικής αποζημιώσεως να θεωρηθεί ως επανόρθωσις του κακού».
Την έκδοση «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» μπορείτε να βρείτε σε ψηφιακή μορφή στον ιστότοπο «Ανέμη» του Πανεπιστημίου Κρήτης.