Η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή της Ελλάδας μειώνεται σταθερά από το 2004. Από το 27,4 TWh το 2010 έπεσε 5,5 TWh το 2020. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη συνδυασμένη δράση πολλών παραγόντων, κυρίως της ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρώτα από όλα του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών. Από το 2013 που σταμάτησαν τα δωρεάν δικαιώματα εκπομπών η ΔΕΗ πληρώνει τέλος για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν οι μονάδες της, και η επιβάρυνση αυξάνεται διαχρονικά (αντίστοιχα και για τη βιομηχανία). Το κόστος αυτό οδήγησε έτσι, μέσω των δυνάμεων της αγοράς, στην έναρξη της εγκατάλειψης του λιγνίτη πολύ πριν από την επίσημη πολιτική για την απολιγνιτοποίηση.
Το αρχικό ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα) που συντάχθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2018, αναγνώριζε αυτήν την πραγματικότητα και προέβλεπε σταδιακό περιορισμό του λιγνίτη. Αυτό που έκανε η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η επιτάχυνση του χρονοδιαγράμματος. Από οικονομική άποψη, βασικός λόγος αυτής της επιλογής ήταν ότι κάθε καθυστέρηση διαιώνιζε το πρόβλημα της πληρωμής δικαιωμάτων ρύπων από τη χώρα και ανέβαλλε οριστική προσαρμογή του ενεργειακού συστήματος της χώρας στις νέες συνθήκες.
Δεύτερος λόγος ήταν η υπεύθυνη στάση απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Όπως ανέφερε χθες ο πρωθυπουργός η απόφαση, το 2019, να κλείσουν οι μονάδες παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη νωρίτερα από ότι είχε σχεδιαστεί ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη βούληση της Ελλάδας να συνεισφέρει στην παγκόσμια προσπάθεια για μείωση αερίων του θερμοκηπίου. Η νέα έκθεση της IPCC που δημοσιοποιήθηκε αυτές τις ημέρες και «κρούει τον κώδωνα κινδύνου για την ανθρωπότητα» (ΓΓ του ΟΗΕ) επικυρώνει αυτή την επιλογή. Είναι κωμικοτραγικό ότι μετά τις πρόσφατες καταστρεπτικές πυρκαγιές κάποιοι νοσταλγούν πάλι το λιγνίτη και ζητούν «το χρονοδιάγραμμα για την απολιγνιτοποίηση να αναθεωρηθεί».
Ως πρόσχημα χρησιμοποιούνται τα προβλήματα στην ηλεκτροδότηση που παρατηρήθηκαν, αλλά «ξεχάστηκε» ότι αυτά δεν οφείλονταν σε έλλειψη ρεύματος αλλά σε βλάβες του δικτύου μεταφοράς από τις φωτιές κάποιοι άλλοι «ανακάλυψαν» ότι οι φωτιές μπαίνουν για να διευκολυνθεί η χωροθέτηση ανεμογεννητριών, όταν η πραγματικότητα είναι ακριβώς αντίστροφη (βλ. πρόσφατο άρθρο του Χ. Κοκκώση στο liberal.gr και δηλώσεις της Θ. Νάντσιου). Εκτός πραγματικότητας όσοι εν έτει 2021 ονειρεύονται ακόμα φουγάρα να καίνε.
Η κατανόηση των τεράστιων ευκαιριών που αντιπροσωπεύει για τη χώρα μια ταχύτερη απολιγνιτοποίηση είναι ο τρίτος λόγος. Χαρακτηριστικά, ένα από τα πρώτα αποτελέσματα ήταν η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του διπλασιασμού των κρατικών ενισχύσεων προς τις ιδιωτικές επενδύσεις στις ζώνες της απολιγνιτοποίησης (ΠΕ Κοζάνης και Φλώρινας, Μεγαλόπολη) -για τις μεγάλες επενδύσεις από 25% σε 50% και τις μικρότερες μέχρι 70%. Παράλληλα, ο μετασχηματισμός των περιοχών «σε μετάβαση» θα χρηματοδοτηθεί με πρόσθετους πόρους από το νέο Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης 1,6 δισ. ευρώ.
Συνολικά, τα δημόσια κεφάλαια από διάφορες πηγές που θα κατευθυνθούν στις περιοχές της απολιγνιτοποίησης φθάνουν τα 5 δισ. (περ. 20 χιλ. ευρώ κατά κεφαλή). Με συνυπολογισμό των ιδιωτικών κεφαλαίων που θα μοχλευθούν η συνολική χρηματοδότηση μπορεί να υπερβεί τα 6,8 δισ. ευρώ. Ήδη, οι προοπτικές που ανοίγονται για τις περιοχές της μετάβασης έχουν επιφέρει κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος για άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI), και πολύ μεγάλες βιομηχανικές και άλλες επενδυτικές προτάσεις συζητούνται αυτή τη στιγμή με τους αρμόδιους φορείς.
Ο συνολικός σχεδιασμός για την απολιγνιτοποίηση περιλαμβάνεται στο πρώτο ελληνικό Πρόγραμμα Δίκαιης Μετάβασης 2021-2027 (και σε επιμέρους Εδαφικά Σχέδια για τις περιοχές που προαναφέρθηκαν και επιπλέον για τα Νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη) το οποίο, όπως δήλωσε πριν από λίγες ημέρες ο πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης Κ. Μουσουρούλης η Ελλάδα είναι έτοιμη να υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Σχέδιο ενσωματώνει τα πιο πάνω χρηματοδοτικά δεδομένα, και οι εκταμιεύσεις θα αρχίσουν αμέσως μετά την έγκριση του Προγράμματος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ενεργοποίηση των νέων δομών διαχείρισης και υλοποίησης.
Άλλες διαστάσεις του είναι η άμεση αντιμετώπιση της ανεργίας με κοινωνικά μέτρα, η κατασκευή υποδομών υψηλού επιπέδου και ο μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης των περιοχών της μετάβασης (η διαδικασία αυτή υποστηρίζεται με τη θέσπιση νέων χρήσεων γης στα παλαιά λιγνιτικά πεδία, η προέγκριση των οποίων θα γίνει τον Σεπτέμβριο του 2021).
Υπάρχει συνεπώς ώριμος και ολιστικός σχεδιασμός, που μερικώς ήδη έχει εφαρμόζεται (πχ. αποκαταστάσεις εδαφών) και θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή μέσα στο 2021 με την ψήφιση του νέου κλιματικού νόμου που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός χθες.
* Ο Δημήτρης Οικονόμου είναι σύμβουλος του πρωθυπουργού, πρώην υπουργός και ομότιμος καθηγητής Χωροταξίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας