Η κατάθεση νομοσχεδίου στην αμερικανική Γερουσία για την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία αναφορικά με τις κατηγορίες ότι αποπειράθηκε να επηρεάσει τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ είναι μια απόπειρα να παραταθεί η ζημιά που έχει ήδη γίνει στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, ανακοίνωσε σήμερα το Κρεμλίνο.
«Είναι μια εσωτερική υπόθεση των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά βλέπουμε συνεχιζόμενες απόπειρες να αποκλεισθεί οποιουδήποτε είδους διάλογος ανάμεσα στις δύο χώρες μας και απόπειρες, η μια μετά την άλλη, να ζημιωθούν περαιτέρω οι προοπτικές των διμερών σχέσεών μας», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ στη διάρκεια ενημέρωσης των δημοσιογράφων όταν ερωτήθηκε σχετικά με το νομοσχέδιο.
Ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τζον Μακέιν και οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές Μπεν Κάρντιν και Ρόμπερτ Μενέντεζ δήλωσαν χθες Δευτέρα ότι θα καταθέσουν νομοσχέδιο για την επιβολή «συνολικών» κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας για τις απόπειρές της να επηρεάσει τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου.
Ο Πεσκόφ δήλωσε ακόμη πως οι χωριστές αμερικανικές κυρώσεις που ανακοινώθηκαν χθες Δευτέρα σε βάρος ορισμένων ρώσων αξιωματούχων που συνδέονται με την αποκαλούμενη υπόθεση Μαγκνίτσκι, αποτελούν νέα βήματα προς την «επιδείνωση των σχέσεων» ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον.
Τα αμερικανικά υπουργεία Οικονομικών και Εξωτερικών ανακοίνωσαν χθες κυρώσεις σε βάρος του Αλεξάντρ Μπαστρίκιν, του επικεφαλής της ισχυρής ρωσικής Ανακριτικής Επιτροπής που είναι αρμόδια για τις κύριες εγκληματολογικές έρευνες, και των Αντρέι Λουγκοβόι και Ντμίτρι Κόβτουν, δύο υπόπτων για τον φόνο του αντιπολιτευόμενου και πρώην πράκτορα της KGB Αλεξάντρ Λιτβινένκο, ο οποίος είχε καταφύγει στη Βρετανία.
Τα ονόματα των τριών προστέθηκαν στον λεγόμενο κατάλογο «Μαγκνίτσκι», από την ονομασία ενός αμερικανικού νόμου του 2012 που επιτρέπει να παγώνουν αγαθά και συμφέροντα στις ΗΠΑ ρώσων αξιωματούχων οι οποίοι απαγορεύεται να εισέλθουν στο αμερικανικό έδαφος επειδή η Ουάσινγκτον τους θεωρεί ενόχους για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Η επικαιροποίηση του καταλόγου αυτού γίνεται κάθε χρόνο από την αμερικανική κυβέρνηση και ψηφίζεται από το Κογκρέσο. Αποτελεί πηγή μεγάλων εντάσεων ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσινγκτον από το 2012, τη χρονιά της επανεκλογής του Μπαράκ Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ.
Εκφράζοντας τη λύπη του για «την περίοδο άνευ προηγουμένου επιδείνωσης των διμερών σχέσεων» ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, ο Πεσκόφ δήλωσε πεπεισμένος «ότι αυτό δεν ανταποκρίνεται στα συμφέροντα ούτε τα δικά μας ούτε της Ουάσινγκτον».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ