Καθοριστική για την κάμψη της επέκτασης του ιού στη χώρα μας είναι η συγκεκριμένη χρονική στιγμή που διανύουμε και η ιχνηλάτηση νέων περιστατικών, ώστε ο δείκτης μεταδοτικότητας του ιού να πέσει κάτω από το 1, και να ξεκινήσει και πάλι να φθίνει η πανδημία, πριν πέσει η θερμοκρασία από τον Σεπτέμβριο οπότε οι συγχρωτισμοί θα γίνονται σε κλειστούς χώρους.
Σήμερα ο δείκτης μεταδοτικότητας κινείται κοντά, αλλά πάνω από το 1 (εκτιμήσεις τον ανεβάζουν περίπου στο 1,3), που σημαίνει ότι η επιδημία διατηρεί μια δυναμική ανόδου, δυσκολεύοντας την προοπτική του ερχόμενου μήνα με το άνοιγμα των σχολείων και την επιστροφή στις εργασίες μετά τις θερινές διακοπές.
Έτσι, η αναγνώριση φορέων του ιού που δεν εμφανίζουν συμπτώματα μέσω των τεστ και η σωστή ιχνηλάτηση των επαφών τους προκειμένου να βρεθούν οι ασυμπτωματικοί φορείς και να απομονωθούν από την κοινωνία, ώστε να μην διασπείρουν σιωπηλά τον ιό γύρω τους, κρίνεται ως καθοριστική για την πολιτική ηγεσία, αλλά και την επιστημονική κοινότητα της χώρας.
Σχετικές επισημάνσεις έκαναν χθες κατά την ενημέρωση για την πορεία της πανδημίας στη χώρα μας, τόσο ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας Γκίκας Μαγιορκίνης, όσο και ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας Νίκος Χαρδαλιάς.
Ο κ. Χαρδαλιάς, εξήγησε αναλυτικά, ότι με την σωστή ιχνηλάτηση και αναγνώριση των ασυμπτωματικών περιστατικών και την απομόνωσή τους, περιορίζεται δραστικά η μεταδοτικότητα του ιού, γιατί οι ασθενείς απομακρύνονται από την κοινωνία.
Αντίστοιχα, ο κ. Μαγιορκίνης, επισημαίνοντας ότι δεν δικαιολογείται χαλάρωση, παρόλα αυτά, εκτίμησε ότι βρισκόμαστε σε καλύτερη κατάσταση από πλευράς μετάδοσης του ιού στην κοινωνία, σε σχέση με το χειμώνα που πέρασε. Τότε, τα μαθηματικά μοντέλα που υπολόγιζαν την εξάπλωση του ιού στη χώρα μας, αντιστοιχούσαν κάθε δηλωμένο κρούσμα με τουλάχιστον άλλα 10 περιστατικά που παρέμεναν σπιτι και δεν δηλώνονταν λόγω ήπιων ή καθόλου συμπτωμάτων. Ο ακριβής αριθμός χρειάζεται επιδημιολογικές μελέτες, όμως όπως αποτυπώνεται η σημερινή κατάσταση, εκτιμάται ότι τα περιστατικά που αναλογούν στα εξακριβωμένα κρούσματα είναι λιγότερα της αρχικής εκτίμησης.
Ο ρόλος της ιχνηλάτησης
Οι επιστήμονες αποτύπωσαν την αξία της ιχνηλάτησης στον περιορισμό μετάδοσης του ιού, σε μελέτη τους που δημοσίευσαν στο επιστημονικό περιοδικό JAMA. H Alyssa Bilinski, από το τμήμα Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο Farzad Mostashari από το Bethesda του Maryland και ο Joshua A. Salomon από το Κέντρο Πολιτικής Υγείας του πανεπιστημίου Στάνφορντ, χρησιμοποίησαν ένα μαθηματικό μοντέλο για να εξετάσουν τις δυνατότητες ανίχνευσης επαφών για τη μείωση της εξάπλωσης της πανδημίας. Και διαπίστωσαν ότι με την ιχνηλάτηση και απομόνωση των νέων περιστατικών ο δείκτης μεταδοτικότητας μπορεί να μειωθεί από 46-57%.
Μείωση μεταδοτικότητας ως 57%
Όταν οι ερευνητές διαπίστωσαν ανίχνευση περιπτώσεων στην κοινότητα ή μέσω ιχνηλάτησης μικρότερη από 50%, ο δείκτης μεταδοτικότητας δεν μειωνόταν πάνω από 10%. Στα σενάρια με ποσοστά κοινοτικής ανίχνευσης και ιχνηλάτησης πάνω από 50%, τα τεστ σε ασυμπτωματικές επαφές βελτίωσαν το όφελος του προγράμματος ιχνηλάτησης και στην καλύτερη περίπτωση οι μετρήσεις έδειξαν πως η ιχνηλάτηση μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του δείκτη μεταδοτικότητας μέχρι και 46%.
Σε αναλύσεις ευαισθησίας, εάν το ποσοστό των λοιμώξεων χωρίς συμπτώματα ήταν χαμηλότερο (20% έναντι της βασικής περίπτωσης 40%), το όφελος της ιχνηλάτησης επαφών έφτασε σε μείωση του δείκτη μεταδοτικότητας κατά 57%.
Για το κρίσιμο σημείο όπου ο δείκτης μεταδοτικότητας είναι κάτω από 1, οι προσπάθειες ιχνηλάτησης ως αντίμετρο στη φυσική απόσταση, το μοντέλο έδειξε ότι η αυστηρή τήρηση της φυσικής απόστασης μπορεί να μειώσει το δείκτη μεταδοτικότητας από 2,5 σε 0,9 και η ιχνηλάτηση μπορεί να τον μειώσει κατά 40%. Τα ευρήματα αυτά, δείχνουν ότι ο περιορισμός της νόσου είναι εφικτός, αν εφαρμοστούν μέτρα φυσικής απόστασης, τα οποία είναι αποτελεσματικά κατά το μισό (52%) της αποτελεσματικότητας σκληρότερων μέτρων.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η ιχνηλάτηση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μερική χαλάρωση των μέτρων φυσικής απόστασης, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στα επίπεδα επαφών πριν το γενικό lockdown.