Το 2019, ο ετήσιος αριθμός των νεκρών στα οδικά δυστυχήματα στην Ελλάδα ανερχόταν στους 694 από τους 1.258 το 2010, καθιστώντας τα οδικά δυστυχήματα ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας. Το παρήγορο είναι ότι την τελευταία δεκαετία (2010-2019), η Ελλάδα κατέγραψε εντυπωσιακή μείωση του αριθμού των νεκρών σε οδικά δυστυχήματα κατά 45%, ενώ τα οδικά ατυχήματα μειώθηκαν κατά 29%. Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των νεκρών, τραυματιών και υλικών ζημιών των καταγεγραμμένων οδικών ατυχημάτων με παθόντες στην Ελλάδα εκτιμάται περίπου στα 2,4 δισ. ευρώ ετησίως και ενδεχομένως να τριπλασιάζεται εάν υπολογιστεί ο πραγματικός αριθμός των παθόντων αλλά και τα ατυχήματα με μόνο υλικές ζημιές.
Αυτή η εντυπωσιακή μείωση μπορεί να αποδοθεί στη συνδυαστική επίδραση των συστηματικών πρωτοβουλιών από πλευράς των Αρχών (εντατικοποίηση της αστυνόμευσης, κατασκευή και αναβάθμιση 2.200 χλμ αυτοκινητόδρομων, σχέδια αστικής κινητικότητας) και της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, που ανάγκασε τους Έλληνες οδηγούς να περιορίσουν τις μετακινήσεις ή να οδηγούν με χαμηλές ταχύτητες για εξοικονόμηση καυσίμου.
Παρά την πρόσφατη πρόοδο, οι επιδόσεις οδικής ασφάλειας της Ελλάδας και της κυκλοφοριακής παιδείας των Ελλήνων οδηγών, συγκρινόμενες με εκείνες των άλλων ανεπτυγμένων κρατών, παραμένουν κατώτερες του γενικότερου βιοτικού επιπέδου της χώρας. Σε αντίθεση με τους περισσότερους Ευρωπαίους, σύμφωνα με τον Σύλλογο Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων (ΣΕΣ), οι Έλληνες πολίτες εξακολουθούν να μην έχουν αντιληφθεί ότι μέσα στην πολυπλοκότητα της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων οι παράγοντες ταχύτητα και ασφάλεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων οδηγεί επιθετικά και με ταχύτητα ακατάλληλη για τις επικρατούσες κυκλοφοριακές συνθήκες.
Οι παράγοντες που οδηγούν στην αύξηση των ατυχημάτων είναι η οδήγηση με υψηλές ταχύτητες, τα υψηλά ποσοστά κυκλοφορίας μοτοσικλετιστών, τα χαμηλά ποσοστά χρήσης ζώνης και κράνους, ιδίως στους συνεπιβάτες, η ανοργάνωτη και απροστάτευτη κυκλοφορία ευάλωτων χρηστών της οδού, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και με τη χρήση κινητού τηλεφώνου και η γενικευμένη επιθετική οδήγηση.
Οι βασικές γενεσιουργές αιτίες του υψηλού αριθμού οδικών ατυχημάτων στην Ελλάδα συνοψίζονται, σύμφωνα με τον ΣΕΣ, στο γεγονός ότι η αστυνόμευση δεν είναι συστηματική και επαρκής ώστε να γίνεται αντιληπτή από τον οδηγό για να αλλάξει τη συμπεριφορά του, η οδική υποδομή και η συνολική οργάνωση του χώρου και της κυκλοφορίας στις πόλεις είναι προσανατολισμένες στα ΙΧ και στην ταχύτητα, αφήνοντας στο περιθώριο τους ευάλωτους χρήστες της οδού (δικυκλιστές, πεζοί, κλπ.) και την ασφάλειά τους, το υπεραστικό οδικό δίκτυο (ειδικά το επαρχιακό) έχει ανεπαρκή συντήρηση και αρκετές ατέλειες που επιφυλάσσουν πολλές επικίνδυνες εκπλήξεις στους οδηγούς, χωρίς να τους συγχωρούν τα λάθη, οι ανεπάρκειες της Πολιτείας αποτελούν κακό παράδειγμα για τους πολίτες, η Πολιτεία και οι πολίτες αδιαφορούν για την τήρηση των κανόνων και τη σωστή κυκλοφοριακή συμπεριφορά, ενώ υπάρχει κακή προβολή προτύπων ως προς την οδηγική συμπεριφορά.
Για την επίλυση του βασικού προβλήματος των οδικών ατυχημάτων, οι συγκοινωνιολόγοι προτείνουν να δημιουργηθεί μία Αρχή, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τη θέσπιση, παρακολούθηση και αναθεώρηση των στόχων, τη διασφάλιση, κατανομή και παρακολούθηση των πόρων, τον συντονισμό και τον έλεγχο της εφαρμογής των δράσεων από τους φορείς της Πολιτείας, την επικοινωνιακή προώθηση της ασφαλούς συμπεριφοράς και της οδικής ασφάλειας γενικότερα και την τακτική λογοδοσία στην Πολιτεία και στους πολίτες.
Η εντατικοποίηση της αστυνόμευσης για την οδική ασφάλεια από την Τροχαία, με έμφαση στις περισσότερο επικίνδυνες παραβάσεις συμπεριφοράς, όπως η ταχύτητα, η χρήση της ζώνης και του κράνους και η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ ή με χρήση κινητού τηλεφώνου, αποτελεί την καθοριστικότερη δράση για την άμεση μείωση των ατυχημάτων.
Η συστηματική παρακολούθηση της εφαρμογής των δράσεων, του επιπέδου οδικής ασφάλειας και όλων των παραγόντων που το επηρεάζουν, θα πρέπει να αποτελούν τα κατεξοχήν εργαλεία διοίκησης του συστήματος οδικής ασφάλειας στην Ελλάδα. Η συλλογή, επεξεργασία, ανάλυση και δημοσιοποίηση των κατάλληλων στοιχείων επιτρέπει όχι μόνο τη σωστή τεκμηρίωση των αποφάσεων για την εφαρμογή των δράσεων και την αποφυγή των αναποτελεσματικών μέτρων, αλλά και τονώνει τις προσπάθειες των υπηρεσιών και των πολιτών να συνεχίσουν να αγωνίζονται με κάθε τρόπο και θυσία για τη μείωση των οδικών ατυχημάτων.
Η ανάπτυξη και η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος διαχείρισης της ασφάλειας της οδικής υποδομής αποτελεί τη βάση για τη σταδιακή βελτίωση του υπεραστικού και αστικού οδικού δικτύου της Ελλάδας, το οποίο μπορεί να δώσει και το καλό παράδειγμα για να βελτιώσουν και οι οδηγοί τη συμπεριφορά τους.
Ο ριζικός επανασχεδιασμός της οδικής υποδομής και κυκλοφορίας στις πόλεις αποτελεί τη θεμελιώδη υποχρέωση κάθε δημοτικής Αρχής για να σταματήσει η σημερινή λειτουργία της πόλης με τυφλή προτεραιότητα στα αυτοκίνητα, στην ταχύτητα και συνεπώς στα ατυχήματα.
Θα πρέπει να υπάρξει σχεδιασμός και εφαρμογή μίας ολοκληρωμένης πολιτικής προώθησης της ασφαλούς οδηγικής συμπεριφοράς που θα στοχεύει αφενός να γίνει κατανοητή η εγγενής επικινδυνότητα της οδήγησης αφετέρου να γίνει συνείδηση κάθε οδηγού, επιβάτη και πεζού η σωστή κυκλοφοριακή συμπεριφορά. Τέλος, θα πρέπει να υπάρχει μία διαρκής προσπάθεια τόσο της Πολιτείας όσο και των ίδιων των πολιτών που θα στοχεύει σε μία κοινωνία ευθύνης και ευημερίας.