Αν εκλεγείτε στην Ακαδημία, τι θέλετε να προσφέρετε στους ζωγράφους μας; Όταν έκανα αυτό το ερώτημα στον Αλέκο Λεβίδη, το καλοκαίρι του '19, απολαμβάναμε - χωρίς μάσκες - τον καφέ μας στο Μπενάκη της Κουμπάρη, μετά από ξενάγηση - «δώρο» που μου έκανε στην έκθεση του Γαλλοεβραίου Αρίκα. Προτού τελειώσω την ερώτηση, με διέκοψε λέγοντας αμφιβάλλω. Η Ακαδημία Αθηνών είχε άλλη άποψη κι εξέλεξε τον ζωγράφο τακτικό μέλος της στη θέση του εκλιπόντος Δημήτρη Μυταρά και στην προκηρυχθείσα έδρα της «Ζωγραφικής».
«Έχω διάφορα μεγαλεπήβολα σχέδια» συνέχισε τότε, με το ήρεμο ύφος που τον διακρίνει. «Καταρχήν ας ξεχάσουμε το πρώτο βήμα που είναι να εκλεγείς, που είναι δευτερεύον, κι ας περάσουμε σε άλλα, πιο μεγαλεπήβολα. Αν θέλεις να δουλέψεις μέσα από την Ακαδημία, απ’ όσο τουλάχιστον έχω καταλάβει, μπορείς. Σου δίνεται δηλαδή η δυνατότητα να φτιάξεις έναν χώρο έρευνας και να οργανώσεις πράγματα. Θα ήθελα, λοιπόν, δύο πράγματα: να τονίσω και να δώσω μια εναλλακτική για τους ζωγράφους που είναι παραστατικοί ή που, κατά κάποιον τρόπο, θα ήθελαν να βρίσκονται μέσα σε αυτόν τον χώρο είτε οργανώνοντας σεμινάρια, είτε με εκθέσεις κι εδώ και στο εξωτερικό, δείχνοντας τη δουλειά τους, αλλά και προχωρώντας την εκμάθηση αυτής της δουλειάς. Διότι έχω την αίσθηση – και δεν θέλω ν’ ανοίξω μέτωπο με την Καλών Τεχνών -, αλλά όσο πάει και υποχωρεί… ενώ ήταν ένα μέρος που αν ήθελε κανείς να σπουδάσει, να ζωγραφίσει γυμνό, είχε την ευκαιρία. Τώρα, νομίζω, ότι αυτό όσο πάει και συρρικνώνεται. Δεν το ξέρω από πρώτο χέρι, το οσμίζομαι. Θα μπορούσε κανείς να οργανώσει μια ελεύθερη Ακαδημία, χωρίς να θέλει ν’ ανταγωνιστεί κανέναν. Ελεύθερη και χωρίς τίτλους σπουδών».
Επομένως θα δίνατε βήμα στην παραστατική ζωγραφική.
«Μα γιατί η άλλη το έχει το βήμα! Δεν είναι ότι θέλω να ρίξω κανέναν, απλά αυτή είναι η ριγμένη. Ούτε έχουν τις δυνατότητες, που δίνονται στους άλλους. Πάρτε για παράδειγμα διάφορους οργανισμούς, όπως ο ΝΕΟΝ, όπου δίνονται λεφτά σε νέους καλλιτέχνες για να κάνουνε projects, να εγκατασταθούν κάπου με residence ή δεν ξέρω τι, υπάρχει χρήμα εκεί. Στον άλλο δεν πέφτει φράγκο! Αν πεις ότι θέλω να στήσω ένα εργαστήρι σε ένα χωριό στη Σύρο, ας πούμε, και να δουλέψουμε, δεν πρόκειται να συγκινηθεί κανείς».
Υπάρχει, λέτε, ένας ιδιότυπος αποκλεισμός.
«Εκ των πραγμάτων δεν ξέρω καν αν είναι συνειδητός. Το λέω αυτό γιατί υπάρχουν κάποιοι που προΐστανται αυτών των μεγάλων συνόλων, αλλά αυτοί οι κάποιοι δεν είναι και αυτοί που τα οργανώνουνε. Κι αυτοί που τα οργανώνουνε κινούνται μέσα σε ένα γνωστό κλίμα. Δεν ξέρω αν έχουν πρόθεση, αλλά πάντως δεν το κάνουν.
Ένα άλλο κομμάτι που θα ήθελα να κάνω, επειδή έχω μελετήσει τα θέματα των χρωμάτων στην αρχαία ζωγραφική και μια άλλη χρωματική αντίληψη η οποία διαφέρει ριζικά από αυτήν που ξέρουμε εμείς που ζούμε μετά τον Νεύτωνα και τη διάθλαση του φωτός. Θα ήθελα λοιπόν να κάνω ένα μικρό κέντρο έρευνας προωθώντας τέτοια ζητήματα».
Ο Αλέκος Λεβίδης με θητεία στο Παρίσι (σκηνοθεσία-σκηνογραφία) και τη Γενεύη (αρχιτεκτονική) συνδυάζει έργο σε πολλά πεδία: από τον σχεδιασμό ενός εξώφυλλου σε βιβλίο (πολλά αγαπημένα της Άγρας) έως την τοιχογράφηση μιας κατοικίας και μια σπάνια θεωρητική κατάρτιση που μας έχει χαρίσει την σπουδή της ζωγραφικής στους αρχαίους και μεσαιωνικούς χρόνους. Η σχέση του ζωγράφου με την Ακαδημία πηγαίνει πίσω, το 1995, όταν βραβεύεται για το «Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής, 35ο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος», σε μετάφραση Τάσου Ρούσσου και δική του, ενώ έχει επιμεληθεί την έκδοση. Για το κλασικό πλέον βιβλίο στα εικαστικά μας πράγματα, το οποίο είχε ειδικό βάρος για την εκλογή του στην Ακαδημία, μεταφέρω από παλιότερη συζήτηση στον «Αρμό».
«Εμείς επιλέγουμε τί είναι δικό μας στη σημερινή εποχή κι εγώ επέλεξα την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Πρώτον γιατί είχα μία πνευματική σχέση με τον Τσαρούχη και ήξερα ότι επέμενε στο να δει κανείς το φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. Ο Τσαρούχης μαζί μ’ έναν άλλον λιγότερο γνωστό, τον Φρισλάντερ (Γερμανό ζωγράφο φιλέλληνα), ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα και ο οποίος ζωγράφιζε τότε μαζί με τον Χατζηκυριάκο Γκίκα, με τον Τσαρούχη, με τον Πικιώνη, κάνανε συχνές αναφορές στην αρχαία ελληνική ζωγραφική. Εγώ διαβάζοντας αργότερα κάποια δημοσιεύματά τους, ένιωσα περιέργεια γιατί μέχρι τότε δεν ήξερα άλλη ζωγραφική από τα αγγεία. Τα αγγεία εμένα τότε δεν μου μιλούσανε - τώρα βέβαια δεν μπορώ να πω το ίδιο -, αλλά τότε μου ήταν κάπως μακρινά.
Εγώ είμαι παιδί της σύγχρονης δυτικής ζωγραφικής, δηλαδή πρώτα είδα τους μοντέρνους, μετά τους αρχαίους, τους Έλληνες γενικά. Και όταν στράφηκα προς την πηγή πληροφοριών για την αρχαία ελληνική ζωγραφική, που, κατά κύριο λόγο, είναι το βιβλίο του Πλινίου, έγινε τυχαία και όχι ειδικά για λόγους θεωρίας της τέχνης. Εκεί, ο Πλίνιος συνδέει την ζωγραφική με διάφορα άλλα πράγματα, όπως π.χ. τα χρώματα, που είναι γαίες και ως εκ τούτου εμπίπτουν στη φυσική του ιστορία, μια τεράστια πηγή πληροφοριών κι ένα τεράστιο αρχείο, που είναι το μόνο που έχει μία συνέχεια για την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Έπεσα, λοιπόν, εκεί πάλι κατά τύχη, το βρήκα και θέλησα να το μεταφράσω. Εκ των υστέρων, όταν πια είχε πεθάνει ο Τσαρούχης, βρήκα ένα κείμενό του, το οποίο έχω εντάξει μέσα στην μετάφραση του Πλίνιου, στις σημειώσεις, στο οποίο λέει ότι θα ήταν κάποτε πολύ ενδιαφέρον κάποιος να μελετήσει τον Πλίνιο και τις πληροφορίες που δίνει. Είχα την ευτυχία να είμαι αυτός.
Αυτό που με απασχόλησε με τον Πλίνιο ήταν πώς γεννάται η δυτική ζωγραφική κουλτούρα. Αυτήν την στιγμή δηλαδή ζούμε μέσα σ’ έναν εικαστικό πολιτισμό, ο οποίος είναι διαφορετικός από αυτόν που είχε γνωρίσει ο κόσμος πριν από τον 5ο- 4ο αι. π. Χ. Τότε οι Έλληνες μαζί με τη φιλοσοφία, το δράμα κ.τ.λ. ανακάλυψαν αυτήν την αναπαραστατική ζωγραφική, που αντιμετωπίζει τη φύση και θέλει να την αναπαραστήσει, σύμφωνα με την οπτική εμπειρία και όχι με διάφορους διανοητικούς κώδικες. Να το πούμε απλά: οι προηγούμενοι μεγάλοι πολιτισμοί, ο Ασσυριακός, ο Αιγυπτιακός κ.λ. ήτανε εικονικοί μεν, αλλά ήταν συμβολικοί, εννοιοκρατικοί, δεν τους ενδιέφερε δηλαδή η αναπαράσταση του συγκεκριμένου ανθρώπου, όσο το σύμβολο-άνθρωπος και γι’ αυτό ανέπτυξαν μια ζωγραφική η οποία είναι κάτι σαν γραφήματα, σαν πικτογραφήματα, σύμβολα τέλος πάντων. Η στροφή προς έναν ρεαλισμό, προς ένα νατουραλισμό γίνεται από την ελληνική τέχνη. Αυτό το φαινόμενο εμένα μ’ ενδιέφερε, πώς και γιατί γεννιέται, μέσα από ποιες διαδικασίες, μέσα από ποιους συγκεκριμένα φορείς, πότε μπορούμε να το πρωτοδούμε κ.λπ».
Η ταυτότητα του νέου Ακαδημαϊκού
Ο Αλέκος Βλ. Λεβίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε μεγάλο αριθμό ομαδικών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ενδεικτικά αναφέρεται η έκθεση «Εικονογραφίες» το 1988, η Έκθεση «Μεγάλη Ελλάδα: Ελληνικά Μνημεία στην Κάτω Ιταλία και Σικελία» το 2000, η Έκθεση «Μαρτυρίες» το 2006 με υλικό που φιλοτέχνησε στα χρόνια της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα, η Έκθεση «Ζωγραφική για Βιβλία» το 2008 με μια πλούσια σειρά από ζωγραφικές μακέτες εξωφύλλων, η Έκθεση «Μνήμη Παλμύρας» το 2016 με χαρακτήρα δημόσιας παρέμβασης καλλιτεχνικού περιεχομένου έπειτα από τα γεγονότα στην Παλμύρα Συρίας το 2015, η Έκθεση «36 ×36: Ζωγραφικά Δοκίμια» το 2018 με έργα του που φιλοτεχνήθηκαν από το 2002 ως και 2018.
Το έργο του κ. Λεβίδη περιλαμβάνει επιπλέον την επιμέλεια σκηνικών (όπως για την παράσταση «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους στη Νέα Σκηνή Αθηνών το 1991, την παράσταση «Όνειρο» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 2005), τοιχογραφίες, καθώς και την εικαστική επιμέλεια βιβλίων μέσα από συνεργασία με πολλούς εκδοτικούς οίκους. Το ζωγραφικό του έργο πλαισιώνεται από συγγραφικά εγχειρήματα, που αφορούν την ιστορία, τη θεωρία και την επιτέλεση της ζωγραφικής.