Φέτος θα είναι ένας δύσκολος χειμώνας για μας τους καταναλωτές. Οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί βάλλονται από παντού. Και δε μιλάμε μόνο για τον διπλασιασμό του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας ή του δυσθεώρητου κόστους του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αλλά για την αύξηση του κόστους σχεδόν σε όλα τα αγαθά, μιας και οι επιχειρήσεις μετακυλούν το κόστος της ενέργειας στους καταναλωτές με αποτέλεσμα το κύμα ανατιμήσεων να σαρώνει όλα τα βασικά αγαθά και τις υπηρεσίες.
Το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ το ξέρουμε λίγο πολύ όλοι. Η πανδημία και οι διαταραχές στην προσφορά και στη ζήτηση, ο αποσυντονισμός των εφοδιαστικών αλυσίδων, μια σειρά συγκυριών όπως ο παρατεταμένος χειμώνας πέρσι, οι καύσωνες το καλοκαίρι σε συνδυασμό με την άπνοια, η συντήρηση πολλών γραμμών φυσικού αερίου, οι μειωμένες παγκόσμιες επενδύσεις σε upstream πετρελαίου και φυσικού αερίου και η πολιτική της Ρωσίας προκειμένου να προωθηθεί ο Nord Stream 2, όλα αυτά μας έφεραν εδώ που είμαστε σήμερα: η προσφορά πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη ζήτηση με αποτέλεσμα οι τιμές να ίπτανται.
Για παράδειγμα, η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος στη Γαλλία άγγιξε και τα 300 ευρώ/MWh, τιμή διπλάσια από τα επίπεδα της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι το 70% περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γαλλία προέρχεται από τα πυρηνικά εργοστάσια. Το εύλογο ερώτημα είναι λοιπόν γιατί όχι μόνο δεν αντικατοπτρίζεται το φθηνό κόστος παραγωγής στην γαλλική κιλοβατώρα, αλλά αντίθετα έχει συμπαρασυρθεί υπέρ του δέοντος από την ενεργειακή κρίση;
Αυτό ακριβώς το ερώτημα είναι και ο λόγος που φέρνουμε σαν παράδειγμα τις δύο αυτές αγορές, προκειμένου να κατανοηθεί η βάση της πρότασης στο πρόσφατο συμβούλιο των Υπουργών Ενέργειας. Η Γαλλία λοιπόν μαζί με την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Ρουμανία και τη Μάλτα κατέθεσαν ένα πακέτο 9 προτάσεων για τις αγορές ηλεκτρισμού και αερίου που θα βοηθούσαν στην εκτόνωση της κρίσης. Μια από αυτές ήταν η πρόταση για εφαρμογή ρυθμιστικού μηχανισμού στις αγορές ηλεκτρισμού προκειμένου οι τιμές της ενέργειας να αντανακλούν τα κόστη του παραγωγικού μείγματος.
Η πρόταση αυτή δεν αλλάζει ιδιαίτερα τον τρόπο που επηρεάζουν οι ακριβότερες μονάδες την τιμή της αγοράς, όμως υπάρχει πρόβλεψη οι πληρωμές για τις ΑΠΕ και τις πυρηνικές μονάδες να γίνονται βάσει του μειωμένου κόστους που εμφανίζουν.
Αν μη τι άλλο ακούγεται δίκαιο η τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές να αντανακλά το μέσο κόστος του ενεργειακού μίγματος και το μέσο κόστος παραγωγής. Ωστόσο, η πρόταση σκόνταψε απέναντι στις χώρες του Βορρά (Γερμανία, Αυστρία, Δανία, Εσθονία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Λετονία και Ολλανδία) που διαφωνούν με οποιαδήποτε αλλαγή στο μοντέλο της αγοράς ηλεκτρισμού υπό τον φόβο ότι μια τέτοια εξέλιξη θα υπονομεύσει το γνωστό μας «Target Model» που στηρίζει την ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού.
Αλλά και η Κομισιόν διά στόματος της Επιτρόπου Ενέργειας Κάντρι Σίμσον, κράτησε σαφείς αποστάσεις από τη γαλλική πρόταση, επικαλούμενη τα συμπεράσματα μελέτης του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας (ACER), σύμφωνα με την οποία το υφιστάμενο μοντέλο κατά το οποίο οι χονδρεμπορικές τιμές καθορίζονται από την πιο ακριβή μονάδα που είναι στην παρούσα φάση οι μονάδες φυσικού αερίου είναι το πιο λειτουργικό.
Η επίτροπος Ενέργειας μεταξύ άλλων στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τη σύνοδο των υπουργών Ενέργειας ήταν απόλυτη όσον αφορά το γεγονός ότι «τυχόν αποκλίσεις από αυτό-το υφιστάμενο μοντέλο λειτουργίας- θα εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια εφοδιασμού και την αποτελεσματική απανθρακοποίηση».
Επισήμανε μάλιστα ότι δεν έχουν εντοπιστεί φαινόμενα χειραγώγησης ούτε στις χονδρεμπορικές αγορές ενέργειας της Ε.Ε., αλλά ούτε και στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων, τονίζοντας ότι η εσωτερική αγορά ενέργειας, που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1990 για να βοηθήσει στην απελευθέρωση του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια, όχι μόνο δεν είναι υπεύθυνη για τις αυξήσεις των τιμών, αλλά αντίθετα άνοιξε νέες δυνατότητες για τους μικρότερους παραγωγούς, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες.
Παραδέχθηκε όμως ότι η ρύθμιση της αγοράς κάθε άλλο παρά τέλεια είναι καθώς οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου δεν επηρεάζουν το ίδιο όλες τις χώρες της Ε.Ε., μιας και όσες έχουν πιο πλούσιο ενεργειακό μίγμα και περισσότερες διασυνδέσεις εμφανίζονται πιο ανθεκτικές.
Τι προτείνει λοιπόν η Κομισιόν μέχρι στιγμής για να λύσουμε το ευρωπαϊκό πρόβλημα ενεργειακής επάρκειας και υψηλών τιμών;
Αύξηση των διασυνδέσεων, ανάπτυξη της αποθήκευσης, «έξυπνα» δίκτυα και ταχύτερη διείσδυση των ΑΠΕ μέσω αυξημένων επενδύσεων και της ολοκλήρωσης των ενεργειακών συστημάτων.
Σαφέστατα οι παραπάνω προτάσεις είναι στη σωστή κατεύθυνση. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Απαιτούν χρόνο και αυτή τη στιγμή οι Ευρωπαίοι καταναλωτές πληττόμαστε από μια απίστευτη αύξηση στις τιμές ενέργειας και όχι μόνο.
Τι προτείνουν οι Βρυξέλλες ως άμεση λύση; Να προσφέρουν οι κυβερνήσεις «στοχευμένη» εθνική υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των φόρων ενέργειας.
Τέλος, όπως τόνισαν και αρκετοί υπουργοί, η Επιτροπή θα πρέπει κάποια στιγμή να ξεκινήσει τη συζήτηση για τον ρόλο του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας στην ταξινόμηση της ΕΕ για βιώσιμη χρηματοδότηση.
Παράθυρο για κοινές αποθήκες φυσικού αερίου
Στις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου οι τιμές «front month» TTF έχουν σχεδόν πενταπλασιαστεί τους τελευταίους έξι μήνες, ενώ έχουμε φτάσει στο σημείο να φοβόμαστε ότι αν δεν βοηθήσει ο καιρός, η Βόρεια Ευρώπη μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη ακόμα και με προβλήματα εφοδιασμού.
Μόνο θετικά μπορούμε να δούμε λοιπόν το γεγονός ότι η επίτροπος Ενέργειας αναγνώρισε την ανάγκη να αξιολογηθούν τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της πρότασης του Νότου για κοινή αγορά φυσικού αερίου.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να προχωρήσει η πρόταση αυτή, καθώς οι υποδομές αποθήκευσης φυσικού αερίου μπορούν να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς αντισταθμίζοντας τις ελλείψεις στην παροχή φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο των προτάσεων για την επικαιροποίηση της νομοθεσίας για την αγορά φυσικού αερίου της Ε.Ε. που θα παρουσιαστεί στις 14 Δεκεμβρίου, θα εξετάσει το ενδεχόμενο σύστασης ενός κεντρικού μηχανισμού για την προμήθεια φυσικού αερίου, στον οποίο θα μπορούν να συμμετάσχουν τα κράτη-μέλη σε εθελοντική βάση και θα προτείνει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που θα ανοίγει τον δρόμο για την προμήθεια σε επίπεδο Ε.Ε στρατηγικών αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Προσοχή όμως, ακόμα και αν αποφασιστεί μια κοινή αγορά αερίου από χώρες της ΕΕ, δεν θα αντικαταστήσει την προμήθεια αερίου από ιδιωτικές εταιρείες.
Βέβαια όπως είπε και η επίτροπος, υπάρχουν πολλά ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν, όπως για παράδειγμα, ποιος θα πληρώσει για το κόστος προμήθειας και αποθήκευσης του φυσικού αερίου ή πώς θα μεταφερθεί το φυσικό αέριο στις διάφορες περιοχές.
Η σημασία των κοινών αποθηκών φυσικού αερίου για την Ελλάδα
Η κοινή προμήθεια αλλά και αποθήκευση φυσικού αερίου υποστηρίχθηκε και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος υπογράμμισε ότι η χώρα μας και γενικότερα η Ανατολική Μεσόγειος μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να διαμορφωθεί σε μια εναλλακτική πηγή ενέργειας για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της μεταφοράς είτε φυσικού αερίου, είτε «πράσινου» ηλεκτρικού ρεύματος από την Βόρεια Αφρική μέσω Ελλάδας.
Ο Πρωθυπουργός τόνισε τις δυνατότητες αγοράς φυσικού αερίου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και τις δυνατότητες όσον αφορά την αποθήκευση φυσικού αερίου, μια πρακτική που θα μας προστατεύσει από τις βραχυπρόθεσμες στρεβλώσεις στην αγορά όταν χρειαζόμαστε περισσότερο φυσικό αέριο.
Το φυσικό αέριο θα μπορεί να μεταφέρεται σε υγροποιημένη μορφή από την Αίγυπτο προς την Ελλάδα και από εκεί προς το ευρωπαϊκό δίκτυο φυσικού αερίου ενώ και η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στη Βόρεια Αφρική θα μπορεί να μεταφέρεται επίσης μέσω καλωδίου από την Αίγυπτο στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι καίριας σημασίας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ε.Ε πριμοδοτώντας ταυτόχρονα τη χώρα μας αλλά και τις αντίστοιχες ελληνικές επιχειρήσεις.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.