Κλείνοντας τη σειρά των τριών άρθρων σχετικά με τις βαθιές αλλαγές που είχαν υιοθετηθεί από την Αγγλική κυβέρνηση και τις ποδοσφαιρικές ομάδες, απέναντι στον ακραίο χουλιγκανισμό, με σκοπό την αλλαγή της ουσίας και της εικόνας του αγγλικού ποδοσφαίρου, θα αναφερθούμε στις ατελέσφορες τεχνοκρατικές προσεγγίσεις πάνω στο εγχώριο ποδοσφαιρικό οικοσύστημα.
Πριν από πολλά χρόνια είχε ανατεθεί στην αγγλική εταιρεία Deloitte & Touche, σημερινή Deloitte, η σύνταξη μιας έκθεσης και η εκπόνηση μιας μελέτης για το μέλλον του ελληνικού ποδοσφαίρου μέσα από τεχνοκρατικά και επιχειρηματικά κριτήρια. Το βασικό ερώτημα αφορούσε την οικονομική βιωσιμότητα των ποδοσφαιρικών ομάδων μέσω της δημιουργίας ενός περισσότερο ανταγωνιστικού πρωταθλήματος.
Η πρόταση της Deloitte Touch, αφορούσε τη δημιουργία μια κλειστής λίγκας για την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Η έννοια της μικρότερης και κλειστής λίγκας, εδράζονταν πάνω στην ανάγκη επενδύσεων στο χώρο των υποδομών, στην ανάγκη δημιουργίας νέων γηπέδων, στο στήσιμο των ποδοσφαιρικών ομάδων από την αρχή πάνω σε μοντέλα που είχαν δοκιμαστεί με επιτυχία στο εξωτερικό και στον σχεδιασμό νέων δομών λειτουργίας της ΕΠΑΕ. Διότι ποιος επενδυτής θα επιχειρούσε να κτίσει ένα νέο γήπεδο, να δημιουργήσει ένα σύγχρονο προπονητικό κέντρο να δομήσει ακαδημίες, αν την επόμενη χρονιά κινδύνευε με υποβιβασμό που θα οδηγούσε σε οικονομικό μαρασμό και σε ζημιογόνα κατάληξη όλων των επενδύσεων του;
Η πρόταση της Deloitte Touch, ανέφερε ότι η διατήρηση της περιφερειακής κατανομής, η αποκέντρωση και η συμμετοχή ομάδων από όλη τη χώρα θα ήταν πολιτικά ελκυστική, αλλά δεν θα ήταν οικονομικά εφικτή. Υποστήριζε μάλιστα ότι η σύνθεση οποιασδήποτε λίγκας, πρωταρχικά θα έπρεπε να βασίζεται στην απόδοση της ομάδας στον αγωνιστικό χώρο και ότι οι δυνάμεις της αγοράς θα έπρεπε να εξασφαλίζουν ότι θα συμμετείχαν στο επαγγελματικό πρωτάθλημα οι ομάδες και οι περιοχές που αξίζουν εκπροσώπησης με δημογραφικούς και οικονομικούς όρους.
Εκείνη την περίοδο στο πρωτάθλημα συμμετείχαν 18 ομάδες εκ των οποίων οι 10 είχαν έδρα στο νομό Αττικής, οι 3 στο νομό Θεσσαλονίκης και μόλις οι 5 ήταν από την επαρχία. Σήμερα με το πρωτάθλημα των 14 ομάδων η Αττική εκπροσωπείται από 6 ομάδες η Θεσσαλονίκη από 2 και οι υπόλοιπες 6 είναι από την επαρχία, κάτι που δείχνει γεωγραφική βελτίωση. Ωστόσο, η κατάσταση με οικονομικούς όρους δεν έχει βελτιωθεί.
Ήδη από το 1999 η Deloitte Touch υποστήριζε ότι θα επιβίωναν σαν επιχειρήσεις μόνο οι ποδοσφαιρικές ομάδες που θα είχαν την ικανότητα να αποκομίζουν έσοδα από την υποστήριξη μιας οικονομικά δραστήριας και ακμαίας περιφέρειας, από ενδεχόμενους οπαδούς και από δυνητικούς εταιρικούς συνεργάτες, διαφημιζόμενους και χορηγούς. Από αυτήν την άποψη η μελέτη πρότεινε τη συνένωση ομάδων σε όμορες γεωγραφικές περιοχές, με στόχο την πραγματοποίηση επενδύσεων, τη βελτίωση των υπαρχουσών υποδομών, τη δημιουργία βοηθητικών εγκαταστάσεων, ακαδημιών και φυτωρίων, με σκοπό την οικονομική ενδυνάμωση και την αντοχή στον ανταγωνισμό. Διότι όσοι έχουν παρακολουθήσει την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, γνωρίζουν ότι οι ανίσχυρες και ζημιογόνες ομάδες είναι συνήθως επιρρεπείς στην «αγοραπωλησία» αγώνων. Αρκετές δε από αυτές τις ομάδες αποτελούν παραφυάδες ή δορυφόρους άλλων μεγαλύτερων συλλόγων.
Τίποτα από όσα είχε προτείνει η Deloitte Touch δεν έγινε, παρά μόνο η μείωση των ομάδων που συμμετέχουν στο πρωτάθλημα. Οι περισσότερες ΠΑΕ δεν έχουν εξασφαλίσει μετά από τόσα χρόνια την οικονομική τους ανεξαρτησία και βιωσιμότητα, παραμένοντας μη οργανωμένες όσον αφορά τον επαγγελματικό και τεχνοκρατικό τρόπο λειτουργίας. Ταυτόχρονα, το εγχώριο ποδοσφαιρικό προϊόν στερείται ποιότητας και αξιοπιστίας. Και μάλιστα η απουσία ποιότητας, αξιοπιστίας και υγιούς ανταγωνισμού, έχει αναπληρωθεί από αντιαθλητικές συμπεριφορές των παραγόντων των ποδοσφαιρικών συλλόγων και από υπέρμετρη γηπεδική βία. Η μη κεντρική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, αποτελεί ένα κορυφαίο σύμπτωμα του νοσηρού περιβάλλοντος που επικρατεί στο επαγγελματικό πρωτάθλημα.
Υπάρχει φως στον ορίζοντα; Όχι, όσο το ποδόσφαιρο παραμένει ένα όπλο που δίνει δύναμη στα χέρια επιχειρηματικών συμφερόντων και όχι ένα προϊόν που θα προσφέρει ευχαρίστηση στους φιλάθλους και κέρδη στο οικονομικό οικοσύστημα που το περιβάλει.