Παρά τον υπερβολικό πληθωρισμό της τάξης του 84% που κυριαρχεί στην τουρκική οικονομία και την ανορθόδοξη νομισματική πολιτική που ακολουθείται στη γείτονα χώρα με αποτέλεσμα την καταβύθιση της λίρας σε σχέση με το δολάριο και το ευρώ, η Τουρκία έχει αποφύγει μέχρι σήμερα την εκδήλωση μιας γενικευμένης συστημικής χρηματοπιστωτικής και χρηματοοικονομικής κρίσης.
Εάν όμως η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει να εστιάζει στην άσκηση αυτής της βραχυπρόθεσμης διαχείρισης και κυρίως αυτής της προεκλογικής πολιτικής και όχι στην μακροχρόνια και βιώσιμη οικονομική πορεία, το ρίσκο του οικονομικού εκτροχιασμού θα αυξηθεί ιδιαίτερα μέσα στο 2023. Η ακολουθούμενη νομισματική πολιτική επιτρέπει στην τουρκική οικονομία να μεγεθύνεται, δημιουργώντας ωστόσο προβλήματα στον επιχειρηματικό δανεισμό.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας της Τουρκίας, θα πρέπει να γνωρίζουμε πως ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου βρίσκεται στο 3,9% από 7,6% του δευτέρου τριμήνου, ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 84% από 20% που ήταν πέρυσι τέτοια εποχή, το επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας βρίσκεται στο 9% από 16% που βρισκόταν προ 12μήνου, η τουρκική λίρα έχει υποτιμηθεί κατά 36% μέσα στο 2022 και το τρέχον τουρκικό δημοσιονομικό έλλειμμα οδεύει προς το 6%.
Ωστόσο, η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να στέκεται όρθια, κυρίως λόγω σημαντικών κεφαλαιακών εισροών από αδιευκρίνιστες πηγές από το εξωτερικό. Ταυτόχρονα καταγράφονται και επενδυτικές τοποθετήσεις από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ύψους $5 δισ. και $10 δισ. αντιστοίχως. Δηλαδή από χώρες, οι οποίες σε γεωπολιτικό επίπεδο διατηρούσαν μέχρι πρόσφατα εχθρική στάση απέναντι στις προσπάθειες του Τούρκου Προέδρου να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου.
Ταυτόχρονα, οι τουρκικές αρχές στην προσπάθεια στήριξης του νομίσματός τους, απαιτούν ήδη από την άνοιξη του 2022 από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία την υποχρεωτική μετατροπή του 40% των συναλλαγματικών τους εσόδων από τις εξαγωγές τους, σε τουρκικές λίρες. Το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 25% από την έναρξη της ραγδαίας υποτίμησης του τουρκικού νομίσματος, απέναντι στο δολάριο και στο ευρώ.
Το γεγονός αυτό μαζί με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση στην Τουρκία έχει οδηγήσει σύμφωνα με έρευνα της Deutsche Welle και του AHK (Γερμανικό Εμπορικό Επιμελητήριο Εξωτερικού) στη μερική αναθεώρηση των προβλέψεων των πάνω από 7.500 εταιρειών γερμανικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται σήμερα στην Τουρκία. Έτσι το 74% των επιχειρήσεων διακρίνουν αύξηση του ρίσκου τους, πάνω από το 50% αναμένει επιδείνωση της οικονομικής ανάπτυξης μέσα στο 2023 και το 30% επιθυμεί να μειώσει την επενδυτική έκθεσή του στην τουρκική οικονομία.
Με το 2023 να είναι και για την Τουρκία εκλογική χρονιά, τουλάχιστον μέσα στο πρώτο εξάμηνο δεν αναμένεται σημαντική μεταβολή στην οικονομική πολιτική που ασκείται. Όμως ο δρόμος της ορθολογικής βιωσιμότητας της τουρκικής οικονομίας περνάει μέσα από την αύξηση των επιτοκίων, την αποκλιμάκωση των επιδοματικών πολιτικών, την προσπάθεια χαλιναγώγησης του πληθωρισμού καθώς και από την πιθανή έλευση μιας ελεγχόμενης ύφεσης που θα αποθερμάνει την αναπτυξιακή πορεία της Τουρκίας.
Βέβαια, στη φαρέτρα της η Τουρκία διαθέτει κι άλλα όπλα όπως την προσπάθειά της να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο φυσικού αερίου προερχόμενου από τη Ρωσία και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, την προσπάθειά της να μετατραπεί σε αξιόπιστο συνέταιρο της Κίνας στην προσπάθεια επέκτασής της προς τη Δύση, την περαιτέρω ανάπτυξη της στρατιωτικής βιομηχανίας καθώς και την επενδυτική επανασύνδεσή της με τα κεφάλαια από την Αραβική Χερσόνησο. Αν η οικονομική πορεία της Τουρκίας ήταν κινηματογραφική ταινία, ο τίτλος της θα ήταν «πολύ σκληρή για να πεθάνει»