Οι πολίτες παρακολουθούν την πορεία προς τις εκλογές με μικτά συναισθήματα, που ενεργοποιούνται μέσω των ερεθισμάτων που δέχονται. Κάποια από τα ερεθίσματα έχουν ιδεολογικές καταβολές και κάποια άλλα εδράζονται πάνω σε αριθμούς, δείκτες και κλάσματα. Ωστόσο η τελική επιλογή των πολιτών, θα πρέπει να απαντά στο ερώτημα της οικονομικής τους ευημερίας και του επιπέδου της καθημερινότητας τους.
Είναι φανερό πως η κυβέρνηση θα βασιστεί στην παρουσίαση του έργο της, ενώ η αντιπολίτευση περισσότερο στην επίκληση συναισθημάτων και δοξασιών. Διότι η σύγκριση ανάμεσα στα πεπραγμένα των δυο πρόσφατων κυβερνητικών τετραετιών, εξασθενίζει την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.
Και επιπλέον η στάση της αντιπολίτευσης από το 2019 μέχρι σήμερα, προϊδεάζει για τη διακοπή, αν όχι για την ανατροπή της αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Μιας πορείας που έχει συνοδευτεί από ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, από ιστορικό ρεκόρ άμεσων ξένων επενδύσεων και από πρωτοφανείς ρυθμούς αύξησης των εξαγωγών, που έχουν ξεπεράσει το 40% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος.
Εκ του αποτελέσματος κονιορτοποιείται και το λανθασμένο motto της αντιπολίτευσης, πως η ανάπτυξη στηρίζεται στη ναύξηση των μισθών και στην κατανάλωση. Ένα motto που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται κατά κόρον από τα πρωτοκλασάτα στελέχη του οικονομικού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ.
Διότι η ανάπτυξη που βλέπουμε θα είναι διατηρήσιμη και τα επόμενα χρόνια, αφού εδράζεται πάνω στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Και η συνεχής ανάπτυξη οδηγεί όπως βλέπουμε στη μεγαλύτερη απασχόληση, στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου και στη δυνατότητα του κράτους να ασκεί την απαραίτητη λόγω των εκτάκτων συνθηκών, κοινωνική πολιτική.
Επομένως σε επίπεδο πραγματικού έργου στο οικονομικό πεδίο, η Νέα Δημοκρατία έχει σημαντικό προβάδισμα. Και το προβάδισμα αυτό δίνει απάντηση και στην ανασφάλεια των πολιτών σχετικά με την ενεργειακή κρίση, την ακρίβεια και την αγωνία της καθημερινότητας.
Διότι είναι καλή η «θεσμολαγνεία» και εύκολη η «καταγγελία» που τόσο ο Σύριζα, όσο και το ΠΑΣΟΚ κραδαίνουν σαν πολιτικά όπλα, ωστόσο καμία από τις δύο δεν εξασφαλίζει θέσεις εργασίας, δεν δημιουργεί οικογενειακό εισόδημα, δεν πληρώνει λογαριασμούς ή δάνεια και δεν υπόσχεται ευημερία. Και καμία από τις δυο δεν μπορεί να προστατεύσει σήμερα τα εισοδήματα που πλήττονται, το επίπεδο ζωής των ευάλωτων νοικοκυριών ή των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που συμπιέζονται. Διότι η προστασία και η διαφύλαξη του επιπέδου ζωής, δεν γίνεται με λόγια, αλλά μέσω των μηχανισμών του κράτους που έχει σήμερα τη δυνατότητα να διαθέσει πόρους, λόγω της ικανοποιητικής κατάστασης της οικονομίας.
Γι’ αυτόν τον λόγο, βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις ότι στα ερωτήματα που άπτονται των παρακολουθήσεων και της εμπιστοσύνης απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη καταγράφεται η απόλυτη αρνητική διάθεση των ψηφοφόρων των κομμάτων της Αριστεράς και μόνο. Ψηφοφόρων που ούτως ή αλλιώς είναι δεσμευμένοι παραδοσιακά σε κομματικούς μηχανισμούς που βρίσκονται μακριά από τη Νέα Δημοκρατία.
Αντίθετα οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Κεντρώοι και Κεντροαριστεροί, είναι πιο ήπιοι στις αντιδράσεις τους. Και οι αντιδράσεις αυτού του συγκεκριμένου χώρου είναι πιο σημαντικές για την έκβαση των εκλογών. Έτσι το 50% των κεντρώων και κεντροαριστερών εκτιμά πως υπάρχει ευθύνη του Κυριάκου Μητσοτάκη, το 46% πιστεύει πως έχει πληγεί η εμπιστοσύνη του προς στο πρόσωπο του και μόλις το 30% δηλώνει πως η συγκεκριμένη υπόθεση θα το επηρεάσει στην τελική επιλογή του κόμματος που θα ψηφίσει στις επόμενες εκλογές.
Είναι γεγονός πως το θέμα των παρακολουθήσεων, οι ακυρώσεις των αμυντικών συμφωνιών, οι επαναδιαπραγματεύσεις των συμβάσεων της προμήθειας εξοπλισμών, οι κίνδυνοι για εκτροπή και οι αμφιβολίες για την καθαρότητα των εκλογών κάνουν θόρυβο, καθώς αναδεικνύονται με εμμονικό και επίμονο τρόπο από την Αριστερά. Ωστόσο στην τελική ζυγαριά των ψηφοφόρων θα μετρήσουν άλλα σταθμά, όπως είναι η εξωτερική πολιτική, ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η πολιτική σταθερότητα και οι οικονομικές προοπτικές.