Διαβάζουμε για τον πληθωρισμό της απληστίας. Διαβάζουμε για το κύμα αισχροκέρδειας και τις αδικαιολόγητες αυξήσεις των τιμών. Διαβάζουμε για την αναγκαιότητα κρατικών παρεμβάσεων στο θέμα του προσδιορισμού των τιμών. Διαβάζουμε και για σενάρια επιβολής πλαφόν στις τιμές ορισμένων προϊόντων και αγαθών και για τη βούληση επιβολής προστίμων.
Ωστόσο, η αλυσίδα των αυξήσεων των τιμών κυρίως των τροφίμων αλλά και των λοιπόν αγαθών, είναι αρκετά πιο σύνθετη από μια απλοϊκή προσέγγιση που αναζητά κερδοσκόπους και μονοπώλια, καρτέλ και στημένα παιχνίδια. Όχι πως τα ανωτέρω φαινόμενα δεν είναι ορατά. Δεν είναι όμως τα κυρίαρχα.
Στις ΗΠΑ, στη χώρα που λατρεύουν τη στατιστική και την ανάλυση, το Bureau of Labor Statistics και η Federal Reserve Bank of St. Louis, μέσω του ακόλουθου διαγράμματος παρουσιάζουν και συγκρίνουν την πορεία των εξής τεσσάρων μεγεθών. Τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) με πράσινο χρώμα, τον ΔΤΚ των τροφίμων με μπλε χρώμα, τον ΔΤΚ των τροφίμων που καταναλώνονται στις κατοικίες με ροζ χρώμα και τον ΔΤΚ των τροφίμων που καταναλώνονται εκτός κατοικιών και στους χώρους εστίασης με γαλάζιο χρώμα. Το διάγραμμα καλύπτει χρονική περίοδο σαράντα ετών.
Παρατηρούμε πως ο ΔΤΚ των τροφίμων που καταναλώνονται εκτός σπιτιού και ο ευρύτερος ΔΤΚ των τροφίμων κινείται από το 2007 αρκετά υψηλότερα από τον γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Δηλαδή το γεγονός πως οι τιμές των τροφίμων ακολουθούν μια αυτονομημένη υπερθετική πορεία δεν είναι κάτι το καινούργιο, αλλά παρατηρείται εδώ και τουλάχιστον 15 έτη.
Σε πρόσφατη κοινή έκθεση του U.S. Bureau of Labor Statistics και του U.S. Department of Agriculture, παρουσιάζονται οι τέσσερις βασικές αιτίες της αύξησης των τιμών των τροφίμων διεθνώς.
Η πρώτη αιτία είναι η αύξηση του εργατικού κόστους. Η δεύτερη αιτία είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής των τροφίμων που συνεχίζεται αμείωτη και μέσα στο 2023. Η τρίτη αιτία είναι η ανομβρία και οι πυρκαγιές, που έχουν οδηγήσει σε συρρίκνωση του ύψους της αγροτικής παραγωγής, με αποτέλεσμα η προσφορά να μην καλύπτει τη ζήτηση. Και η τέταρτη αιτία είναι η συνέχιση της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που έχει αφαιρέσει από την αγορά το 9% της παγκόσμιας παραγωγής αλεύρων και το 12% της παγκόσμιας παραγωγής καλαμποκιού.
Και αν νομίζουμε πως όλα αυτά είναι μακρινά και ξένα προς εμάς, ας δούμε τι γίνεται σε ένα κοντινό και γνώριμο προϊόν, όπως είναι το ελαιόλαδο. Του οποίου τόσο οι ποσότητες που θα παραχθούν μέσα στο 2023, όσο και οι τιμές που αναμένονται, ήδη έχουν αρχίσει να θορυβούν την αγορά. Η Ισπανία που καλύπτει το 40% της παγκόσμιας αγοράς ελαιόλαδου βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή ανομβρία και ξηρασία, που σε συνδυασμό με τα κύματα καύσωνα που επελαύνουν στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, θα οδηγήσουν σε μια μείωση της παγκόσμιας παραγωγής τουλάχιστον κατά 10%.
Ήδη μέσα στο 2022 το συσκευασμένο ελαιόλαδο είδε την τιμή του να αυξάνεται στην Ευρώπη κατά 60%. Κάτι που εν μέρει οφειλόταν και στην έλλειψη ηλιέλαιου Ουκρανικής προέλευσης. Το κομβικό σημείο που θα προσδιορίσει το αν η τιμή του λίτρου του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου πλησιάσει ακόμα και τα 9 με 9,5 ευρώ, είναι το κατά πόσο η Ισπανική παραγωγή καταφέρει να ξεπεράσει ή όχι τους 700.000 με 800.000 τόνους. Σύμφωνα με τους Ισπανούς εξαγωγείς, μια παραγωγή χαμηλότερη των 700.000 τόνων θα μπορούσε να οδηγήσει τις τιμές στα 11 ευρώ το λίτρο.
Ένα ακόμα αγροτικό προϊόν και βασικότατο τρόφιμο που έχει δει την τιμή του να εκτοξεύεται, είναι το ρύζι. Στο ακόλουθο γράφημα του FAO (Food and Agriculture Organization of the United Nations) εμφανίζεται από το 2019 μέχρι σήμερα η πορεία της παγκόσμιας τιμής του ρυζιού. Η τιμή του έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 20% μέσα στο τελευταίο δωδεκάμηνο.
Οι λόγοι για αυτήν την άνοδο των τιμών ενός βασικότατου είδους διατροφής όπως είναι το ρύζι, είναι δυο. Ο πρώτος είναι οι καιρικές συνθήκες. Το φαινόμενο του El Niño, δεν επηρεάζει όπως θεωρούσαν οι επιστήμονες παλαιότερα, μόνο τις χώρες που βρέχονται από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Το κύμα καύσωνα έχει πλήξει τους ορυζώνες της Ινδίας, της Ταϊλάνδης, του Βιετνάμ και του Πακιστάν, με αποτέλεσμα να υπάρχει φόβος να μην ικανοποιηθεί ούτε η εγχώρια κατανάλωση.
O δεύτερος λόγος είναι η απαγόρευση εξαγωγών ρυζιού από τη Ινδία που ισχύει από τις 20 Ιουλίου 2023. Επιτρέπεται μόνο η εξαγωγή ρυζιού ποικιλίας «μπασμάτι». Η κυβερνητική απόφαση βασίζεται τόσο στον κίνδυνο της μη επαρκούς κάλυψης των εσωτερικών αναγκών της χώρας, όσο και στον κίνδυνο εκτόξευσης των τιμών σε ένα τρόφιμο που είναι το πιο δημοφιλές στην Ινδία. Με δεδομένο πως η ινδική παραγωγή ρυζιού καλύπτει το 40% της παγκόσμιας αγοράς, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της επίδρασης στις αγορές εμπορευμάτων. Η απόφαση της 20ης Ιουλίου 2023, ακολουθεί την απόφαση της 6 Σεπτεμβρίου 2022, όταν και πάλι η Ινδική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τις εξαγωγές «σπασμένου ρυζιού» που καταναλώνεται ευρέως στις χώρες της Αφρικής και είχε επιβάλει φόρους της τάξης του 20% στις εξαγωγές όλων των άλλων ποικιλιών ρυζιού.
Τα ανωτέρω δυο παραδείγματα του ελαιόλαδου και του ρυζιού, αποδεικνύουν πως οι συνθήκες στην αγορά των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, είναι πολύ πιο σύνθετες από αυτό που φανταζόμαστε. Και πως δεν αρκεί ένα κυνήγι μαγισσών για να εξισορροπηθούν οι τιμές.