«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα πολύ σημαντικό και αυξανόμενο επενδυτικό κενό που θα μπορούσε συντηρητικά να τοποθετηθεί στο 1 τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως αν προστεθούν οι κλιματικές, ψηφιακές και αμυντικές ανάγκες. Περαιτέρω, αν προσθέσουμε τη γήρανση του πληθυσμού και τη διεύρυνση της ΕΕ, οι αριθμοί αυτοί μόνον θα αυξάνονται». (Από άρθρο των ημερών του Pascal Donohoe, προέδρου του Eurogroup-Συμβούλιο υπουργών Οικονομικών).
Ορισμένοι μεταξύ μας υπογραμμίζουν, τα τελευταία χρόνια, το μέγεθος των κινδύνων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, όπως και όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, από το λεγόμενο «επενδυτικό κενό».
Πριν λίγο καιρό, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καθηγητής Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του, υπενθύμισε το πρόβλημα και επισήμανε ότι ο περιορισμός του «κενού» απαιτεί μεταρρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, εξήγησε:
«Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων».
Στην πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, ο καθηγητής Νίκος Βέττας σημείωσε επίσης:
«Το συσσωρευμένο επενδυτικό κενό παραμένει μεγάλο. Για να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης μακροχρόνια, είναι προϋπόθεση οι επενδύσεις στη χώρα να αυξάνονται με πολλαπλάσιο ρυθμό από αυτό της υπόλοιπης οικονομίας (ενώ) το μείγμα των επενδύσεων (πρέπει) να υποστηρίζει πρωτίστως εξαγωγικές δραστηριότητες και νέα παραγωγή, με καινοτομία».
Λογικά, στις κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής που θα δώσει ο πρωθυπουργός σε λίγες εβδομάδες από την Έκθεση Θεσσαλονίκης θα πρέπει να ακούσουμε μέτρα για να περιοριστεί το «κενό» με τον τρόπο που περιγράφεται.
Το γράφω αλλά δεν το πολυπιστεύω.
Δύσκολα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα απευθυνθεί στους συμπολίτες μας και θα τους πει ότι…
«Η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει κι άλλο πίσω, αν δεν τα δώσουμε όλα για να γίνουν κερδοφόρες επενδύσεις».
Ακόμη δυσκολότερα θα εξηγήσει ότι «δεν αρκεί να μεγαλώνει το εθνικό εισόδημα γενικώς και αορίστως αλλά χρειαζόμαστε περισσότερα κέρδη, πιο ανοικτές αγορές, πάταξη κρατικών εμποδίων, φιλικότερη φορολογία για όσους δουλεύουν αποδοτικά και δημιουργούν προστιθέμενη αξία».
Θα μείνουμε λοιπόν με το πρόβλημα. Το «κενό» θα μείνει «κενό».
Μόνον που το «κενό» δεν μένει το ίδιο. Μεγαλώνει.
Κι όσο μεγαλώνει, έχει δύο βαρύτατες επιπτώσεις.
Η μια είναι ότι η Ελλάδα χάνει συνεχώς δρόμο έναντι άλλων κρατών. Άλλοι λαοί βιάζονται να γευθούν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, τα αγαθά της καταναλωτικής ευημερίας και δουλεύουν σκληρά για να το επιτύχουν. Η Ελλάδα μένει πίσω, που σημαίνει ότι οι Ελληνίδες και οι Έλληνες μένουν πίσω.
Η άλλη επίπτωση του «κενού επενδύσεων» είναι ότι εντός Ελλάδος, κάποιοι ανεβαίνουν στο τρένο αλλά εκείνοι που μένουν στην αποβάθρα και βλέπουν τα τρένα να περνούν, γίνονται ολοένα και περισσότεροι.
Με δύο λόγια, η ανισότητα μεγαλώνει. Κι όσο μεγαλώνει η ανισότητα, τόσο δυσκολότερα θα βρίσκουμε κυβέρνηση πρόθυμη να κάνει όσα χρειάζονται για να κλείσει το «κενό».
Φαύλος κύκλος.
Στον οποίο δεν μπήκαμε τώρα, αλλά πολλά χρόνια πριν.
Στο μεταξύ, όπως δείχνει η εξελισσόμενη, αν και σε μειούμενο ρυθμό, πληθωριστική κρίση, καταναλώνουμε συνεχώς περισσότερα, ενώ πουλάμε λιγότερα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά.
Ούτε αυτό, το γνωστό από τα παλαιά χρόνια, άνοιγμα μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών θα είναι στο επίκεντρο της πρωθυπουργικής ομιλίας.
Τι είναι αυτά τα «διεθνή αγαθά»; Τα αγροτικά, τα ορυχεία-λατομεία, η βιομηχανία, ο τουρισμός και οι μεταφορές.
Σε αυτά, τα αναμενόμενα, η Ελλάδα προσέθεσε, τα πολλά τελευταία χρόνια ένα ακόμη: τους ικανούς νέους ανθρώπους της.
Και, ως να μην ήταν αυτό αρκετό για να κατανοήσουμε την επερχόμενη καταστροφή, χάνουμε και τους περισσότερους ικανούς και δουλευταράδες μεταξύ των μεταναστών.
Επτά σε κάθε δέκα άτομα που εγκατέλειψαν τη χώρα στην περίοδο 2008-2020 ήταν ηλικίας μεταξύ 20 και 49 ετών. Όσοι έμειναν αποφεύγουν τη «σκληρή» και απαιτητική εργασία.
Περιμένουν το διορισμό και το επίδομα και εργάζονται «μόνον μαύρα». Τα υπόλοιπα τα περιμένουν όλα από το κράτος. Κάποτε και την οικογένειά τους.
Τουλάχιστον γι' αυτό, την αξία που πρέπει να αποδώσουμε στην επικερδή εργασία, πρέπει κάτι να πει ο πρωθυπουργός.
Η Ελλάδα έχει επείγουσα ανάγκη από ένα ιστορικών διαστάσεων σύμφωνο κοινωνικής αλληλεγγύης γενεών, που θα αναδείξει τους μισθωτούς των παραγωγικών τομέων σε υποκείμενα «ιερής προστασίας».
Αρχικώς φορολογικής.
Τέτοια εποχή θα έπρεπε να έχει ήδη ανοίξει ο τόσο απαραίτητος κύκλος συζήτησης, διαβούλευσης και, κυρίως, ανοικτής διαπραγμάτευσης.
Προϋποθέσεις υπάρχουν. Εμπειρίες υπάρχουν. Ικανοί εκπρόσωποι να καθίσουν στο τραπέζι, υπάρχουν. Όσο ταχύτερα συμβεί αυτό, τόσο καλύτερα. Για όλες και για όλους.
Δυστυχώς, στην αντιπολίτευση αντιμετωπίζουν το επενδυτικό κενό με κενό λόγο. Ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να καλύψει το πολιτικό κενό.