Τι εννοούμε όταν απαντούμε αρνητικά στην ερώτηση των δημοσκόπων περί της εμπιστοσύνης μας στους θεσμούς; Η ερμηνεία που δίνεται στην υποχώρηση της εμπιστοσύνης προς αυτούς, όχι τώρα τελευταία αλλά σταθερά τα τελευταία χρόνια είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτική.
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς βελτιώνεται όταν ένα «συστημικό» κόμμα κερδίζει καθαρά μια εκλογή. Μειώνεται όμως όταν η διακυβέρνηση δεν καταφέρνει να επιλύσει τα πιεστικά προβλήματα κάθε περιόδου.
Η έλευση και εγκατάσταση των ιντερνετικών εφαρμογών διαδραστικής επικοινωνίας έκανε τα πάντα δυσκολότερα: με την εξασφάλιση της ανωνυμίας που παρέχουν, την ευκολία στη χρήση τους και την αδύνατη επαλήθευση των «ιστοριών» που διαχέουν.
Κυρίως όμως μείωσε ραγδαία την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος. Όταν συμβαίνει αυτό, η εμπιστοσύνη προς όλους τους λεγόμενους «θεσμούς» χάνεται με γοργούς ρυθμούς. Αυτό αναδεικνύεται εντονότερα τους τελευταίους μήνες.
Συμβαίνει λοιπόν, όταν περνούμε μια «κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς», όπως τώρα, το εξής παράδοξο. Οι μεν φιλελεύθεροι, ανεξαρτήτως πολιτικών αποχρώσεων, που είναι κατά κανόνα σκεπτικοί στις πολλές-πολλές κρατικές εξουσίες και στους εκτεταμένους κρατικούς ελέγχους, ζητούν να γίνει «πιο βαρύ» το χέρι του νόμου και της τάξης. Γίνονται, ας πούμε, πιο κρατιστές.
Στην άλλη πλευρά, εκείνοι που κατά κανόνα προτιμούν το «βαρύ χέρι» κρατικών ελέγχων επί των ατομικών ελευθεριών, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και, τελικά, της ίδιας της ανοικτής κοινωνίας, είναι οι πρώτοι που καταγγέλουν το κράτος και τους θεσμούς του, και διαδηλώνουν πως έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς.
Οι σχετικές έρευνες απέκτησαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της σημασίας που έχει η εμπιστοσύνη των πολλών στην αποκάλυψη όσων, γεγονότων και ανθρώπων, ερευνώνται για «εγκληματική» αμέλεια στην αποτροπή του δυστυχήματος των Τεμπών ή όσων αντικειμενικά προκάλεσαν με τα λάθη τους το δυστύχημα αλλά και των άλλων που μπορεί να έχουν κάποιες ευθύνες, προφανείς αλλά και κρυφές, στη διερεύνηση της τραγωδίας.
Με αποτέλεσμα οι θεσμοί να δέχονται εξολοθρευτική επίθεση. Καθόλου τυχαία, ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος συμπολιτών, οδηγούμενοι συνήθως από βοερές πριμαντόνες της πολιτικής και των μήντια, είτε απαιτούν τον έλεγχο, δήθεν από τον λαό αλλά τελικά από τους ιδίους εκείνους εις το όνομα της λαϊκής βούλησης, είτε την αμεσοδημοκρατική κατάργησή τους.
Παράδειγμα η Ζωή Κ., που θέλει να εγκαταστήσει λαϊκά δικαστήρια με πλειοψηφία «λαϊκών» και ο Κυριάκος Βελ., που θέλει να καταργήσει τις ανεξάρτητες αρχές, προφανώς ολόκληρη η εξτρέμ «αριστερά», που πιστεύει ότι ένα συλλαλητήριο μπροστά στη Βουλή πρέπει να υπαγορεύει τις αποφάσεις εντός της Βουλής, αλλά και η θεοκρατική δεξιά, που θέλει να επιλέγει τους πίνακες που θα βλέπουν οι πολίτες.
Πηγαίνοντας λίγο παρακάτω, πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι έχω και άλλες ερμηνείες της δημοσκοπικής κρίσης των πολιτών.
Αν δεν εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη δεν είναι, κυρίως, γιατί δεν είναι δίκαιη. Είναι γιατί οι νόμοι, με τους οποίους κρίνει η Δικαιοσύνη, δεν είναι επαρκώς αυστηροί, κι ας «φταίει» γι αυτό η νομοθεσία, ο νομικός πολιτισμός και άλλοι.
Είναι γιατί δεν τιμωρεί όσο αυστηρά κρίνουν οι ίδιοι πως πρέπει να τιμωρούνται οι παραβάτες, οι κλέφτες και οι δολοφόνοι. Όσοι περισσότεροι καταδικασμένοι, συχνά για βαρύτατα αδικήματα, κυκλοφορούν ελεύθεροι μετ’ ολίγον ανάμεσά μας και, κατά κανόνα, το ξανακάνουν, τόσο περισσότεροι πολίτες δεν θα είναι ικανοποιημένοι με τη Δικαιοσύνη.
Είναι, γενικότερα, γιατί η Δικαιοσύνη δεν προστατεύει τον νομιμόφρονα πολίτη έναντι του παραβατικού και δολίως διαβιούντος, του φορολογικά ενήμερου έναντι του φοροφυγά, του σεβαστικού προς την κοινότητα έναντι του καταπατητή της δημόσιας τάξης.
Να προσθέσω δύο παραδείγματα στα οποία οι πολίτες κρίνουν, δημοσκοπικώς, αντίθετα προς το συμφέρον τους ή προς τις ίδιες τους τις επιλογές.
Στον «πάτο», σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis, μετά τη Δικαιοσύνη, μόνον το 14% επί του συνόλου των δημοσκοπούμενων πολιτών εμπιστεύεται το «τραπεζικό σύστημα». Κι όμως, το 2011 οι ελληνικές τράπεζες μπορούσαν να ρίξουν το κράτος στην πυρά, πουλώντας τα πάρα πολλά κρατικά ομόλογα που κατείχαν, αλλά δεν το έκαναν. Το 2012 δεν έκλεισαν και δεν ακύρωσαν τις αποταμιεύσεις των πολιτών. Το ίδιο συνέβη το 2015 όταν το τραπεζικό σύστημα και πάλι φύλαξε τις καταθέσεις των πολιτών.
Ακόμη χαμηλότερα, στο 8%, βρίσκονται τα ΜΜΕ (μέσα ενημέρωσης). Απατηλό εύρημα. Για δύο λόγους: ο πολίτης είναι ελεύθερος να επιλέξει για την ενημέρωσή του όποιο μέσο επιθυμεί. Είναι προφανές ότι τη δική του επιλογή την εμπιστεύεται πολύ, όπως εμπιστεύονται τον Ριζοσπάστη οι πιστοί του ΚΚ.
Απατηλώς, λένε, αν και σπανίως (και πολύ κακώς) αυτό ερευνάται, ότι εμπιστεύονται περισσότερο το ατελείωτο ίντερνετ, έναντι των «πληρωμένων μήντια». Και ισχύει αυτό, ιδίως μάλιστα για το πιο σκοτεινό ίντερνετ, τα bots, τα ρωσοκρατούμενα (εις τα καθ’υμάς) ή και κάθε άλλης κοπής τρολς, ενώ ρουφάνε με βουλιμία κάθε φανταχτερό fake news. Άλλωστε, αν αναρωτηθούν πόσο «εμπιστεύονται» τα ενημερωτικά μέσα που εκείνοι έχουν επιλέξει, τότε θα απαντήσουν πολύ θετικά.
Με δύο λόγια, η περίφημη απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς χρειάζεται δεύτερη ανάγνωση. Εξάλλου, πολλοί και ευκόλως διακριτοί μεταξύ των πολιτικών, που εργαλειοποιούν την «κρίση των θεσμών» είναι εκείνοι που πρώτοι θέλουν να τους καταργήσουν και να τους υποκαταστήσουν με την αμεσοδημοκρατική, αυστηρά ελεγχόμενη από τους ιδίους, απόλυτη εξουσία, του ενός ή της μίας, αδιάφορο.