Αν η απόφαση του Δικαστηρίου για το φονικό στο Μάτι, ήδη κρινόμενη ως άδικη από όσους -και όχι μόνον- ζουν ακόμη, είχε βγει προτού συμβεί το άλλο φονικό, στα Τέμπη, πώς θα αντιμετωπίζαμε την οιμωγή και τον θυμό του σιδηροδρομικού δυστυχήματος;
Πώς πρέπει να διαφέρει η ποινή μεταξύ εκείνου που περνά με κόκκινο αλλά με την επιτρεπόμενη μέγιστη ταχύτητα και του άλλου, που περνά το κόκκινο με ταχύτητα διπλάσια της επιτρεπόμενης όταν και οι δύο τραυματίσουν θανάσιμα έναν πεζό;
Η απόδοση δικαιοσύνης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Τα δικαστήρια αποτελούνται από ανθρώπους δικαστές.
Καλύτερους ή ολιγότερο καλούς στην νομική επιστήμη.
Με διαφορετικές απόψεις για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και την καταλληλότητα των ισχυουσών σε κάθε περίσταση διατάξεων.
Οι δικαστές, πριν ανέβουν στην Έδρα έχουν διαφορετικές ιδεολογικές πεποιθήσεις. Μπορεί μάλιστα να ακολουθούν διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα.
Είναι επομένως δύσκολο οι αποφάσεις τους να ικανοποιήσουν όλες τις πλευρές.
Για όλους αυτούς τους λόγους αλλά και για άλλους εξίσου σοβαρούς, υπάρχει ο Νόμος.
Ο οποίος ενώ είναι ίδιος για όλους, δεν εφαρμόζεται σε όλους με τον ίδιο τρόπο.
Εδώ είναι που παρεμβαίνει το Δικαστήριο.
Πλην όμως, η απόφαση για το Μάτι δεν οφείλεται τόσο στην «ερμηνεία» των νόμων, αλλά στους ίδιους τους Νόμους.
Η επιλογή του 2019, η οποία μάλιστα έγινε in exremis και όταν η τότε πολιτική ομάδα στην εξουσία ήταν ad exitus, στη διάρκεια δηλαδή της κατά μια εβδομάδα απροσδόκητης παράτασης της θητείας Τσίπρα, πίστευσε ότι είναι καλύτερα να πέφτουν όλοι στα …πιο μαλακά.
Η σκέψη ότι οι βαριές ποινές δεν είναι αυτές που μειώνουν το έγκλημα και την παραβατικότητα είναι πολύ διαδεδομένη σε ευρύτατους νομικούς κύκλους, ιδίως μεταξύ των υπερασπιστών, δηλαδή των δικηγόρων.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδεύουν, στη διάρκεια των μεταπολεμικών δεκαετιών και οι επιστημονικές απόψεις που επικουρούν το έργο της Δικαιοσύνης, όπως η ψυχολογία.
Τελικά όμως, όλες οι συζητήσεις καταλήγουν στο κρίσιμο ζήτημα της στέρησης ελευθερίας ή παρεμφερών ποινών εξαναγκασμού σε όσους καταδικάζονται για τις πράξεις τους, σύμφωνα με τις προβλέψεις των νόμων.
Με δύο λόγια, αν εξαιρέσουμε τις διοικητικές ποινές, όλες οι άλλες ποινές κρίνονται βαριές ή ελαφριές ανάλογα με το αν ο ένοχος οδηγείται πραγματικά στη φυλακή, αν η ποινή φυλάκισης εφαρμόζεται με αναστολή ή αν τελικά μπορεί να εξαγοραστεί με χρηματική καταβολή.
Ακόμη πιο απλά, το ζήτημα, ιδίως από την πλευρά όσων έχουν θιγεί, είναι αν κάθε ποινή που προβλέπει φυλάκιση εκτελείται με πραγματική στέρηση της ελευθερίας.
Εκτός από τις αρχές του δικαίου και τις συμβουλές των ειδικών επιστημόνων μετρούν, σε κάθε εποχή και οι επιλογές αν όχι και η διάθεση των ανθρώπων σε κάθε μια χώρα. Διάθεση που μετριέται κατά κύριο λόγο με την ανοχή ή τη δικαιολόγηση.
Και η «διάθεση» μεταφέρεται και στη Βουλή και στα Δικαστήρια και τελικά έχει ζωηρή πολιτική απόχρωση.
Όταν έγινε το Μάτι, η χώρα κυβερνιόταν από την ομάδα Τσίπρα, η οποία πιστεύει ότι στα περισσότερα «εγκλήματα» υπάρχει συνυπαιτιότητα μιας άδικης κοινωνικής τάξης, ενώ η οικονομική δυσπραγία και ανισότητα πρέπει να συνεξετάζεται από τα Δικαστήρια ως ελαφρυντικό στοιχείο.
Η αντίληψη αυτή έχει ήδη αλλάξει. Αλλά μόνον στα χαρτιά. Οι αλλαγές που εισηγήθηκε ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης Φλωρίδης και ψήφισε, μόνη της, η σημερινή πλειοψηφία δεν έχουν ακόμη εφαρμοστεί στην πράξη, κυρίως λόγω των δικαστικών καθυστερήσεων στην εκδίκαση.
Με άλλα λόγια, όσοι εγκλημάτισαν στο Μάτι, έπεσαν «στα μαλακά». Όσοι όμως θα κριθούν ένοχοι για, παρόμοια, τελικά, λάθη τους σχετικά με το φονικό στα Τέμπη θα δικαστούν πολύ αυστηρότερα.
Καλά θα κάνουν, όσοι σπεύδουν να παίρνουν θέση ακραία και άτεγκτη στην υπόθεση των Τεμπών, να ξανασκεφτούν υπό το φως της απόφασης για το Μάτι.
Μπορεί βεβαίως να μεσολαβήσει κάποια άλλη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα. Μάλλον απίθανο όμως μετά από την κρίση του Δικαστηρίου για το Μάτι.
Πιο πιθανόν είναι να μην εφαρμοστεί το νέο ποινικό πλαίσιο επειδή δεν θα υπάρχςι χώρος στις φυλακές.