Αγαπάς την Ελλάδα; Πλήρωσε με… κάρτα
Shutterstock
Shutterstock

Αγαπάς την Ελλάδα; Πλήρωσε με… κάρτα

Ήταν γνωστό το πρόβλημα με το «κενό του ΦΠΑ» στην Ελλάδα. Γνωστό ήταν επίσης και το γεγονός ότι η Ελλάδα, ήδη από το 2016, καταλαμβάνει μία από τις πρώτες θέσεις στην Ευρώπη, όσον αφορά στους συντελεστές υπολογισμού του φόρου. Ύστερα από τρία μνημόνια, φτάσαμε να έχουμε τον τρίτο υψηλότερο βασικό συντελεστή (24%), πολλά προϊόντα να μεταφέρονται από τον χαμηλό συντελεστή στον υψηλό αλλά και τον κατάλογο των νησιών, με το ευνοϊκό καθεστώς να ψαλιδίζεται, ώστε τελικώς, σήμερα να απομένουν μόλις πέντε.

Αυτές βέβαια, είναι παράμετροι που δεν άλλαξαν ούτε πέρυσι, ούτε φέτος. Είναι μια παγιωμένη κατάσταση, εδώ και πολλά χρόνια. Πολύ απλά διότι η αύξηση της έμμεσης φορολογίας, επιβλήθηκε στην Ελλάδα και με το πρώτο και με το δεύτερο και με το τρίτο μνημόνιο, για να φτάσουμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα. Πώς φτάσαμε το 2024 να καταγράφουμε το ιστορικό ρεκόρ εισπράξεων σπάζοντας για πρώτη φορά το φράγμα των 25 δισ. ευρώ;

Η απάντηση είναι πολύ απλή και τριπλή: πρώτον, διότι ξέσπασε η πληθωριστική κρίση, δεύτερον, διότι η ανάκαμψη της οικονομίας στηρίχτηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στην κατανάλωση (και ας πιστεύουμε ό,τι θέλουμε για τη συμμετοχή των επενδύσεων και των εξαγωγών, η συμμετοχή των οποίων αυξήθηκε μεν αλλά όχι εντυπωσιακά) και τρίτον (και ίσως κυριότερον) διότι μάθαμε επιτέλους ως λαός να χρησιμοποιούμε την κάρτα για τις πληρωμές μας.

Ίσως δεν το παραδεχόμαστε, αλλά η εξοικείωση των καταναλωτών με τις ηλεκτρονικές πληρωμές και η καθολική υιοθέτηση των POS ήταν από τις βασικότερες αλλαγές, προς το καλύτερο, που έχουν γίνει στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Μπορεί οι εισπράξεις του ΦΠΑ να γίνονται συχνά θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης (με την αντιπολίτευση να βαφτίζει χαράτσι την αύξηση των εσόδων από την έμμεση φορολογία και την κυβέρνηση να υπεραμύνεται σθεναρά της ανάγκης να μην μειωθούν οι συντελεστές) όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι για να φτάσουμε στο σημείο να… καμαρώνουμε για την αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ, οι εισπράξεις του ΦΠΑ έχουν παίξει τον ρόλο τους.

Ας πάρουμε παράδειγμα τα στοιχεία του 9μήνου, που ανακοινώθηκαν την Παρασκευή, αλλά ξέφυγαν της προσοχής λόγω τριημέρου: εισπράξεις στο 9μηνο μόνο από ΦΠΑ: 18,749 δισ. ευρώ έναντι 17,2 δισ. ευρώ. Επιπλέον, έσοδα τουλάχιστον 1,55 δισ. ευρώ και μάλιστα με τις τιμές των καυσίμων να είναι αισθητά χαμηλότερες, σε σχέση με πέρυσι, άρα να αποφέρουν και λιγότερα έσοδα. Δεν μπορεί αυτή η διαφορά του 1,5 δισ. ευρώ να αποδοθεί εξ’ ολοκλήρου στην ακρίβεια. Ούτε καν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Η αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών έχει παίξει καταλυτικό ρόλο και θα το διαπιστώσουμε πολύ σύντομα όταν μέσα στις επόμενες ημέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ανακοινώσει τη μείωση του VAT GAP στην Ελλάδα. Με βάση τις εκτιμήσεις, τα έσοδα από ΦΠΑ φέτος θα ξεπεράσουν τα 25 δισ. ευρώ, νούμερο που δεν έχει καταγραφεί ποτέ στα χρονικά.

Θα υπάρξει και συνέχεια; Αυτό είναι το ζητούμενο. Να συνειδητοποιήσουμε ότι η μη έκδοση απόδειξης δεν μας ωφελεί σε τίποτα ως καταναλωτές ή ως φορολογούμενους. Το νέο ιστορικό ρεκόρ του ΦΠΑ μέσα στο 2025 θα ανοίξει τον δρόμο για πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις και το βάρος θα το σηκώσει αυτός που πρέπει: αυτός δηλαδή που εισπράττει τον ΦΠΑ αλλά αντί να τον αποδίδει, τον βάζει στην τσέπη κάθε φορά που εμείς απλώς δεν θα πληρώνουμε με την κάρτα