Ύφεση σε ολόκληρο το 2023 (ίσως με εξαίρεση το β’ τρίμηνο) προεξοφλούν οι αναλυτές για τη γερμανική οικονομία, μετά την ανακοίνωση της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας ότι το ΑΕΠ της Γερμανίας συρρικνώθηκε κατά 0,3% στο α’ τρίμηνο, μετά από πτώση 0,5% στο τελευταίο τρίμηνο του 2022. Τα δύο διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης του ΑΕΠ ικανοποιούν τον πιο διαδεδομένο ορισμό της «τεχνικής ύφεσης», με τη Γερμανία να σημειώνει από τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις στην Ευρώπη το τελευταίο εξάμηνο.
Και μπορεί η γερμανική οικονομία να εμφάνισε στις αρχές Απριλίου… σημάδια ζωής, ήτοι ανάκαμψης, σύμφωνα με τους πρόδρομους οικονομικούς δείκτες, όμως οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι. Η εξασθένηση του πληθωρισμού προσφέρει μία σχετική ανακούφιση στα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών από τη στιγμή που η απασχόληση ενισχύεται αλλά τα υψηλά επιτόκια θα συνεχίσουν να «σκοτώνουν» την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Η Capital Economics, μάλιστα, εκτιμά ότι δεδομένων των ανωτέρω αλλά και των εμποδίων στις εξαγωγές που σχετίζονται με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες, η Γερμανία θα παραμείνει σε ύφεση τόσο στο γ’ όσο και στο δ’ τρίμηνο. Και όταν η γερμανική οικονομία παραπαίει, παρασύρει ολόκληρη την Ευρωζώνη. Η επί τα χείρω αναθεώρηση της εκτίμησης για το ΑΕΠ α’ τριμήνου, που στην ουσία επικύρωσε την ύφεση στη Γερμανία, συνεπάγεται ότι η οικονομία της Ευρωζώνης βρέθηκε σε στασιμότητα στο ίδιο τρίμηνο, αντί για την οριακή ανάπτυξη του 0,1% που έδειξαν τα προκαταρκτικά στοιχεία.
Σε λίγες μέρες, στις 15 Ιουνίου, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να αυξήσει και πάλι τα επιτόκια και μάλιστα το βασικό σενάριο αναφέρει ότι δεν θα σταματήσει εκεί αλλά θα υπάρξουν μία ή δύο ακόμη αυξήσεις. Συνολικά, μέχρι στιγμής, η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια κατά 375 μονάδες βάσης, με το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων να βρίσκεται σήμερα στο 3,25% από -0,50% που ήταν έως τον Ιούλιο του 2022. Με δύο ακόμη αυξήσεις, το επιτόκιο καταθέσεων θα φτάσει στο 3,75% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,25%.
Καταλαβαίνει κανείς ότι το σοκ που έχουν υποστεί οι οικονομίες από τις αυξήσεις είναι μεγάλο, αφού είχαν μάθει για πολλά χρόνια να λειτουργούν σε καθεστώς μηδενικών επιτοκίων και επομένως άπλετης ρευστότητας. Για τη Γερμανία, ειδικότερα, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο πόλεμος των κυρώσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης είχε σημαντικό αντίκτυπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Γερμανία είναι από τις λίγες οικονομίες που δεν έχουν καταφέρει να ανακτήσουν τα προ πανδημίας επίπεδα ΑΕΠ.
Ιστορικά, οι κεντρικές τράπεζες διατηρούν τα επιτόκια στο υψηλότερο σημείο τους για περίπου ένα χρόνο, εκτός και αν προκύψει κάποιο μεγάλο σοκ και η Γερμανία έχει παράδοση. Το μεγαλύτερο «πλατό» καταγράφηκε με διαφορά στη Γερμανία όταν η Bundesbank διατήρησε τα επιτόκια στο 7,5% για 27 μήνες, από τον Μάιο του 1980 έως τον Ιούλιο του 1982. Στην περίπτωση που η τάση επαναληφθεί, Ευρωζώνη και Γερμανία έχουν μπροστά τους ένα δύσκολο δωδεκάμηνο, που θα ξεκινήσει κατά πάσα πιθανότητα τον Ιούλιο, κατά τη διάρκεια του οποίου θα γίνουν αισθητές όλες οι συνέπειες του πολύ αυξημένου κόστους χρήματος.
Η Citi, από την πλευρά της, τοποθετεί αργότερα την ύφεση στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να έχει λάβει υπόψη τα νέα στοιχεία για τη Γερμανία. Η αμερικανική τράπεζα εκτιμά ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα βρεθεί σε ύφεση στο β’ εξάμηνο του 2024. Η απρόσμενη βύθιση της Γερμανίας σε ύφεση στο α’ τρίμηνο ενδέχεται να αλλάξει και τις προβλέψεις της και να φέρει την ύφεση πιο κοντά, ίσως και μέσα στο 2023. Φαίνεται ότι οι επιπτώσεις της τραπεζικής κρίσης και η επιμονή του πληθωρισμού είχαν ως αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η πορεία προς την ύφεση.