Ποικίλες αντιδράσεις προκάλεσε στο χθεσινό Eurogroup το γερμανογαλλικό σχέδιο για έναν κοινό προϋπολογισμό των χωρών της Ευρωζώνης.
Το θέμα συζητείται εδώ και πολύ καιρό αφού η πρόταση σύστασης ενός κοινού προϋπολογισμού είναι αρκετά διαφιλονικούμενη. Απώτερος στόχος των προτάσεων είναι να θωρακιστεί η Ευρωζώνη και να καταστεί λιγότερο ευάλωτη σε κρίσεις. Ένα απολύτως αναγκαίο βήμα, σχολίασε μιλώντας προς τη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk o Γερμανός οικονομολόγος Ρούντολφ Χίκελ.
Σύμφωνα με τον κ. Χίκελ, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, «η Ευρωζώνη είναι πάντα επίφοβη και βρίσκεται πάντα σε δυσκολίες. Στη παρούσα φάση δεν παρατηρούνται κλυδωνισμοί, πιστεύω ούτε καν εξαιτίας της Ιταλίας. Και αυτό έχει τους λόγους του. Το ζητούμενο όμως είναι η πρόληψη. Από την τελευταία κρίση, από την βαριά κρίση με την Ελλάδα και άλλες δυο χώρες, μάθαμε δυο πράγματα. Πρώτον, χρειαζόμαστε ένα σταθερό και προνοητικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. […] Δεύτερον, πρέπει επιτέλους όταν μια χώρα διολισθαίνει σε κρίση και αναγκάζεται να προχωρήσει σε περικοπές, να διατίθενται -υπό όρους- χρήματα προκειμένου να ενισχύονται και οι οικονομικές της επιδόσεις. Από τα 286 δις που έλαβε η Ελλάδα στο πλαίσιο των ταμείων διάσωσης δεν διοχετεύθηκε σχεδόν τίποτα στην ενίσχυση της οικονομίας. Αυτό σχετίζεται με το λανθασμένο οικοδόμημα του ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Χίκελ, το ισχύον Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που ορίζει για παράδειγμα τα ανώτατα όρια για το έλλειμμα και το χρέος, εμπεριέχει λάθη που θα μπορούσαν να αποκατασταθούν μέσα από έναν κοινό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης. «Την εξυγίανση χωρών θα την επιτυγχάνουμε κυρίως μέσα από την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης που οδηγεί κατ΄ επέκταση και σε μείωση του χρέους. Σε αυτό θα συμβάλει ο προϋπολογισμός της Ευρωζώνης».
Όπως σημειώνει ο Γερμανός οικονομολόγος, μια ματιά στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών της Ευρωζώνης την τελευταία 20ετία επιβεβαιώνει απολύτως την παταγώδη αποτυχία του υπάρχοντος συστήματος: την ώρα που οι οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας αυξήθηκαν από το 1999 κατά 27% και της Αυστρίας κατά 33%, το ιταλικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 6% ενώ το πορτογαλικό κατά 5%.