Όσο οι Ευρωπαίοι δεν αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν δραστικά και αποφασιστικά την ενεργειακή κρίση, τόσο η ευρωπαϊκή οικονομία εξελίσσεται σε παρατηρητή των εξελίξεων και ουραγός μεταξύ των πρωταγωνιστών της παγκόσμιας οικονομίας. Υπάρχει, μάλιστα, ο κίνδυνος να δούμε εκατοντάδες επιχειρηματικά λουκέτα στην Ευρώπη ή ακόμη και αν ξεπεραστεί η κρίση τα επόμενα χρόνια, να έχει μείνει η ευρωπαϊκή οικονομία πολύ πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την περασμένη Παρασκευή, ο Πάολο Σκαρόνι, αντιπρόεδρος του ομίλου Rothschild και πρόεδρος της Μίλαν, αναφέρθηκε από το βήμα του συνεδρίου του Economist, στις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας με δεδομένη την ενεργειακή κρίση. Ο Σκαρόνι, ένας άνθρωπος με μεγάλη εμπειρία στα ενεργειακά, καθώς την περίοδο 2002-2005 διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος της Enel, μίας εκ των κορυφαίων ενεργειακών του κόσμου, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, με επίκεντρο την ενέργεια.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στο σενάριο που ο χειμώνας θα είναι κρύος και οι τιμές του φυσικού αερίου θα σημειώσουν περαιτέρω άνοδο, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για εκατοντάδες μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να αναγκαστούν να σταματήσουν την παραγωγή. Ουσιαστικά, οι περισσότερες από αυτές θα βάλουν λουκέτο. Επιχειρήσεις - κολοσσοί στον κλάδο τους που μέχρι σήμερα δέσποζαν του διεθνούς επιχειρηματικού σκηνικού θα χαθούν από τον χάρτη.
Επειδή η ενεργειακή κρίση δεν μπορεί να λυθεί άμεσα, ο κ. Σκαρόνι προέβλεψε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα χάσει πολλές κρίσιμες βιομηχανίες και θα υποστεί τα επόμενα χρόνια τρομακτικό πλήγμα σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Ακόμη και στο σενάριο που οι τιμές παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα για πολύ, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι τιμές περίπου 20 φορές υψηλότερα από τα «φυσιολογικά» επίπεδα πριν την κρίση.
Το χειρότερο είναι ότι και όταν η Ευρώπη καταφέρει να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο και οι συνθήκες στην ενεργειακή αγορά εξομαλυνθούν, κάτι που εκτιμάται να γίνει κοντά στο 2025, οι τιμές με τις οποίες θα λειτουργούν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να είναι 2 με 3 φορές υψηλότερες απ’ ότι στις ΗΠΑ και περίπου διπλάσιες από την Κίνα. Κατά συνέπεια, ακόμη και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν τον ερχόμενο και τους επόμενους χειμώνες, θα κληθούν να λειτουργήσουν με σημαντικό χάσμα ανταγωνιστικότητας έναντι των υπολοίπων. Άρα και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση τα επόμενα χρόνια, η Ευρώπη θα έχει χάσει σημαντικό έδαφος σε σύγκριση με την Αμερική και την Κίνα.
Έδαφος που θα είναι αδύνατο να καλυφθεί, ενώ υπάρχει και ο κίνδυνος η Ευρώπη να έχει μείνει πίσω και στον πολύ νευραλγικό κλάδο της υψηλής τεχνολογίας. Επομένως, η ανάγκη αντιμετώπισης και επίλυσης της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης με πανευρωπαϊκή προσέγγιση και αντίδραση είναι κάτι παραπάνω από επιτακτική. Είναι μία κρίση που δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί νωθρά από τους Ευρωπαίους, μία κρίση που μπορεί να αλλάξει για πάντα την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας και την ισχύ της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική σκακιέρα.
Ήδη, Γερμανία και Μ. Βρετανία έχουν ανακοινώσει μέτρα με τα οποία θέλουν να παγώσουν τις τιμές της ενέργειας όχι μόνο για τις επιχειρήσεις αλλά και για τα νοικοκυριά. Μέτρα που όμως δεν αρκούν, σύμφωνα με την Capital Economics, για να αντιμετωπιστεί πλήρως μία κρίση που ο βρετανικός οίκος πιστεύει ότι θα προκαλέσει ύφεση και μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες από τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970.