Ένα άρθρο του Reuters, λίγες μέρες πριν την έναρξη των γενικών συνελεύσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζες στο Μαρρακές του Μαρόκου, είχε έναν πολύ εύγλωττο τίτλο: «οι αναδυόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν την Κίνα και τις επιτοκιακές πιέσεις καθώς το ΔΝΤ συναντά την Παγκόσμια Τράπεζα». Λίγο πιο κάτω, αναφερόταν πως οι αναδυόμενες αγορές βρίσκονται στο έλεος της κεντρικής αμερικανικής τράπεζας (Fed) και επισημαινόταν η αβεβαιότητα που φέρνει η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας.
Αμέσως μετά, οι συντάκτες του άρθρου ανέφεραν πως στο επίκεντρο των συζητήσεων που θα γίνονταν στη συνέλευση του ΔΝΤ αναμενόταν να βρεθεί το ζήτημα του χρέους των χωρών που κατατάσσονται στις αναδυόμενες οικονομίες. Αν η κατάσταση αναφορικά με τη βιωσιμότητα του χρέους των αναδυόμενων χωρών ήταν σοβαρή την ημέρα που γραφόταν το άρθρο, είναι βέβαιο πως τώρα είναι αρκετά πιο σοβαρή, καθώς στους πονοκεφάλους των αξιωματούχων αυτών των χωρών έχει προστεθεί πλέον και το ζήτημα της Μέσης Ανατολής και οι φόβοι για κλιμάκωση της έντασης.
Τα προβλήματα δεν είναι μόνο αυτά που αναφέρονται στο συγκεκριμένο άρθρο. Η μεγάλη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης πολύ έντονων καιρικών φαινομένων έχει αρχίσει να δημιουργεί σοβαρά ζητήματα σε πολλές χώρες, όχι μόνο λόγω των μεγάλων ζημιών που προκαλούνται και του κόστους αντιμετώπισής τους αλλά και λόγω των συνεπειών τους στις τιμές των τροφίμων και στην επισιτιστική τους ασφάλεια.
Για να δούμε λίγο πιο λεπτομερώς το τι αντιμετωπίζουν αυτές οι οικονομίες μπορούμε να βοηθηθούμε από τους ημερήσιους απολογισμούς των εργασιών της γενικής συνέλευσης του ΔΝΤ, όπως τους βρίσκουμε στην ιστοσελίδα του. Η Γκίτα Γκοπινάθ, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του Ταμείου, επισήμανε πως καθώς ανεβαίνει το κόστος του δανεισμού, πολλές χώρες πρέπει να βρουν εναλλακτικούς τρόπους για να χρηματοδοτήσουν τις αναπτυξιακές επενδύσεις τους και πρόσθεσε πως θα πρέπει να αναζητήσουν τρόπους αύξησης των φορολογικών εσόδων τους, κάτι που για τις αναδυόμενες αγορές είναι οπωσδήποτε πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον.
Πολύ ενδιαφέροντα ήταν όσα είπε η Τζόυς Τσανγκ, ανώτατη αξιωματούχος της τράπεζας JPMorgan, σχετικά με τις επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων. Αφού είπε πως όλες οι χώρες του κόσμου θα πρέπει να δώσουν πολύ περισσότερο βάρος στη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής πολιτικής και του δημοσίου χρέους της πρόσθεσε χαρακτηριστικά, σχολιάζοντας το μήνυμα των κεντρικών τραπεζών πως τα επιτόκια θα παραμείνουν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (higher for longer): «το higher for longer για τα επιτόκια συνεπάγεται harder for longer (πιο δύσκολα για περισσότερο χρόνο) για τις αναδυόμενες αγορές».
Στις αρνητικές συνέπειες αναφέρθηκε και ο Τομπίας Άντριαν, ανώτατο στέλεχος του Ταμείου. Ο Άντριαν εξήγησε πως το γεγονός ότι η εξυπηρέτηση του χρέους γίνεται πιο δύσκολη με την άνοδο των επιτοκίων συνεπάγεται πως αυξάνονται σημαντικά οι κίνδυνοι για τους δανειολήπτες που βρίσκονται ήδη σε δυσχερή θέση, κάτι που μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μεγάλη αύξηση των πτωχεύσεων. Δεν χρειάζεται και πολύ σκέψη για να αντιληφθούμε ποιοι θα είναι οι πρώτοι υποψήφιοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο: ένας σημαντικός αριθμός αναδυόμενων οικονομιών.
Πριν δούμε ποιες οικονομίες εμφανίζουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες πτώχευσης αν τα πράγματα χειροτερέψουν, είναι χρήσιμο να δούμε λίγο περισσότερο και τους άλλους κινδύνους που απειλούν τις αναδυόμενες αγορές. Η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας έχει δύο βασικές αρνητικές συνέπειες.
Η πρώτη είναι η αρνητική της επίδραση σε όσες αναδυόμενες οικονομίες έχουν στενές εμπορικές σχέσεις με την Κίνα και η δεύτερη είναι η μείωση στις τιμές πολλών πρώτων υλών. Και οι δύο αυτές συνέπειες έχουν ως αποτέλεσμα την ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας και των εσόδων για αρκετές χώρες, κάτι που αυτή τη στιγμή είναι το τελευταίο που χρειάζονται δεδομένων των πιέσεων από την αύξηση του κόστους χρήματος. Σχετικά με τις συνέπειες της αύξησης της έντασης και της συχνότητας των έντονων καιρικών φαινομένων, το παράδειγμα του Πακιστάν είναι πολύ χαρακτηριστικό.
Οι πλημμύρες του 2022 είχαν ως συνέπεια την κάλυψη του ενός τρίτου της επιφάνειας της χώρας από τα νερά, κατέστρεψαν δύο εκατομμύρια κατοικίες και κρίσιμα έργα υποδομής και ανάγκασαν την κυβέρνηση της χώρας να ζητήσει έκτακτη βοήθεια ύψους 816 εκατομμυρίων από τον ΟΗΕ για να αντιμετωπίσει ένα μέρος μόνο των συνεπειών. Για μία χώρα που ήδη χρειαζόταν τη βοήθεια του ΔΝΤ από το οποίο έχει δανειστεί 8,1 δισεκατομμύρια δολάρια, το κόστος αντιμετώπισης των συνεπειών και αποκατάστασης των ζημιών είναι εξαιρετικά σημαντικό και θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για τη βιωσιμότητα του χρέους της.
Για τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, είναι πολύ γνωστό πως ένα πλήθος χωρών αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα από την αύξηση της τιμής των καυσίμων και των τροφίμων που ακολούθησε το ξέσπασμα του πολέμου, οπότε δεν είναι καθόλου δύσκολο να φανταστούμε πόσο κακό θα έκανε στις αναδυόμενες αγορές μία ανάφλεξη της κατάστασης στη Μέση Ανατολή που σίγουρα θα προκαλούσε σημαντική αύξηση στις τιμές των καυσίμων.
Κοιτώντας τις διακυμάνσεις των τιμών των ομολόγων των αναδυόμενων οικονομιών βλέπουμε πως τις τελευταίες μέρες σημειώνεται σημαντική πτώση, πράγμα που σημαίνει πως οι αγορές φοβούνται πως η κατάσταση θα χειροτερέψει και προσπαθούν να προστατευθούν. Όλα αυτά έχουν μία συνολική αρνητική επίδραση στη διάθεση των επενδυτών να αναλάβουν το ρίσκο της δανειοδότησης αυτών των χωρών με αναδυόμενες οικονομίες.
Κατά τα φαινόμενα, αυτό δυσκολεύει και την επίτευξη οριστικής συμφωνίας σε περιπτώσεις κρατών που έχουν ήδη δηλώσει την αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους τους και προσπαθούν να το αναδιαρθρώσουν σε συνεργασία με τους πιστωτές τους. Στο Reuters διαβάζουμε πως η οριστικοποίηση της συμφωνίας για το χρέος της Ζάμπιας, όπως και οι συζητήσεις με τη Σρι Λάνκα και την Γκάνα προχωρούν με πολύ αργούς ρυθμούς και αυτό είναι κάτι που σίγουρα χαλάει ακόμα περισσότερο το κλίμα στις ομολογιακές αγορές των αναδυόμενων αγορών.
Δεν είναι πολύ εύκολο να προβλέψει κανείς ποιες χώρες από τις αναδυόμενες αγορές θα αντιμετωπίσουν προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους τους, είναι όμως γεγονός πως υπάρχουν αρκετά αντικειμενικά κριτήρια για να βρει κανείς που υπάρχουν οι μεγαλύτερες πιθανότητες. Με βάση τις τιμές των ομολόγων στις αγορές, τα ομόλογα που αυτή τη στιγμή δίνουν πολύ μεγάλες αποδόσεις είναι αυτά που έχουν (τουλάχιστον κατά τους συναλλασσόμενους στις διεθνείς αγορές) και τη μεγαλύτερη πιθανότητα να μην αποπληρωθούν στην ώρα τους.
Σύμφωνα με πίνακα που ετοίμασαν αναλυτές της JPMorgan και παρουσιάστηκε στο άρθρο του Reuters που αναφέραμε παραπάνω, στον σχετικό κατάλογο περιλαμβάνονται αυτή την περίοδο χώρες όπως η Ζάμπια (εκεί το κακό έχει ήδη γίνει), η Αιθιοπία, η Σρι Λάνκα (και εδώ τα πράγματα έχουν προχωρήσει), η Ουκρανία (για προφανείς λόγους), η Τουρκία, η Αργεντινή, η Γκάνα, το Πακιστάν, η Αίγυπτος και μερικές άλλες χώρες.
Σύμφωνα με μία «δημοσκόπηση» της JPMorgan που έγινε τον Σεπτέμβριο ανάμεσα σε επενδυτές των αγορών ομολόγων, οι χώρες που συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους τους είναι η Αργεντινή, το Πακιστάν και η Κένυα. Αυτό έχει σχέση κυρίως με το γεγονός πως και οι τρεις χώρες θα πρέπει σύντομα να αποπληρώσουν δάνεια πολύ μεγάλου ύψους, κάτι που για πολλούς επενδυτές θα είναι πολύ δύσκολο να κάνουν.
Ανεξάρτητα πάντως από το αν και πότε κάποια άλλη αναδυόμενη οικονομία θα αντιμετωπίσει σοβαρό θέμα βιωσιμότητας του χρέους της, είναι βέβαιο πως οι συγκυρίες της εποχής έχουν αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο. Όπως μπορούμε να θυμηθούμε και εμείς, αυτό δεν είναι ποτέ ευχάριστο για τους πολίτες μίας χώρας, είναι όμως κάτι που συμβαίνει από την αρχαιότητα και μάλλον δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσει να συμβαίνει.