Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα ονομάσει την περίοδο που βιώνουμε ως «εποχή της αβεβαιότητας». Καθημερινά οι ειδήσεις που κυριαρχούν ανά τον κόσμο σχετίζονται με το απροσδόκητο, το αναπάντεχο και οι αναλυτές μας προειδοποιούν να... προσδεθούμε όχι γιατί η παγκόσμια οικονομία απογειώνεται, αλλά επειδή αναμένεται να υπάρξουν έντονες «αναταράξεις».
Η Ευρώπη βρίσκεται στην καρδιά των ανησυχιών, κυρίως λόγω της κλιμάκωσης της προσφυγικής κρίσης και των τρομοκρατικών επιθέσεων αλλά και εξαιτίας του χαμηλού πληθωρισμού, με την Ελλάδα να επηρεάζεται άμεσα, καθώς εκτός από τα δεδομένα οικονομικά της προβλήματα, καλείται να σηκώσει και το βάρος των προσφυγικών ροών.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο liberal.gr, ο Γάλλος οικονομολόγος Charles Wyplosz υποστήριξε ότι στην ουσία η προσφυγική κρίση είναι αυτή που κρατάει την Ελλάδα στο ευρώ, διότι οι Ευρωπαίοι –και κυρίως οι Γερμανοί– δεν επιθυμούν να ανοίξουν νέα μέτωπα υπό τις παρούσες συνθήκες. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι αναλυτές της Deutsche Bank, οι οποίοι αποδίδουν στην προσφυγική κρίση τη μη επιστροφή του Grexit. Την ίδια ώρα, οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία μόνο ευοίωνες δεν είναι, καθώς τα προβλήματα παραμένουν δυσεπίλυτα και δεν αποκλείεται να ενταθούν με την εφαρμογή νέων υφεσιακών μέτρων.
Στο μεταξύ, το διεθνές περιβάλλον επιδεινώνεται και οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες ανησυχούν για τον τραπεζικό κλάδο περισσότερο ακόμη και από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Francois Perol, προέδρου της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας λιανικής στη Γαλλία, ο οποίος δήλωσε πως το 2009 ήταν ξεκάθαρο τι έπρεπε να γίνει, ενώ σήμερα το περιβάλλον είναι πολύ πιο περίπλοκο για τις τράπεζες. Παράλληλα. η έκθεση ορισμένων εκ των μεγαλύτερων πιστωτικών ομίλων της Γηραιάς Ηπείρου στα παράγωγα, η έκρηξη των «κόκκινων» δανείων και η ασθμαίνουσα ανάπτυξη κάνουν τους επενδυτές τουλάχιστον διστακτικούς.
Η λέξη «αβεβαιότητα» είναι αυτή που χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στις αναλύσεις των μεγαλύτερων επενδυτικών οίκων αλλά και στις αναφορές αξιωματούχων και μεγαλοεπενδυτών ανά τον κόσμο για την κατάσταση που επικρατεί στις αγορές. Άλλοι προειδοποιούν για μία νέα παγκόσμια κρίση και άλλοι απλώς στέκονται στο γεγονός ότι τίποτα δεν μπορεί σήμερα να θεωρηθεί δεδομένο.
Εύθραυστες προοπτικές, υπέρογκα χρέη
Η επικεφαλής της Federal Reserve, Janet Yellen, αποδίδει στην παγκόσμια αβεβαιότητα την πιο αργή αύξηση των επιτοκίων, ενώ ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Mario Draghi, εμφανίζεται έτοιμος να αναλάβει περαιτέρω δράση, λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Μάλιστα, τα πρακτικά της συνεδρίασης της 10ης Μαρτίου δείχνουν ότι συζητήθηκε το ενδεχόμενο ακόμη μεγαλύτερης μείωσης των επιτοκίων σε μία ένδειξη ανησυχίας στις τάξεις της κεντρικής τράπεζας.
Από την πλευρά της, η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμίου, Christine Lagarde, χαρακτηρίζει πολύ εύθραυστη την παγκόσμια ανάπτυξη και τονίζει ότι το Ταμείο δεν ανησυχεί απλώς, αλλά βρίσκεται σε κατάσταση επιφυλακής.
Το γεγονός ότι οι δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες στον κόσμο και το ΔΝΤ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου δεν είναι το μοναδικό που ενισχύει το στοιχείο της απαισιοδοξίας. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι από τη Σιγκαπούρη και την Ιαπωνία, έως τη Ρωσία, τη Λατινική Αμερική και τον Καναδά δείχνουν σε κάθε ευκαιρία την ανησυχία τους για τα οικονομικά δεδομένα, τα υπέρογκα κρατικά χρέη και τις επιπτώσεις από την κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου.
Στα χρηματιστήρια ο αντίκτυπος της αβεβαιότητας είναι ξεκάθαρος: σύμφωνα με την Ernst & Young, ο αριθμός των εταιρειών που εισήχθησαν στα παγκόσμια χρηματιστήρια κατέγραψε χαμηλό 7 ετών στο πρώτο τρίμηνο του 2016. Μόλις 167 αρχικές δημόσιες εγγραφές πραγματοποιήθηκαν σε αυτό το διάστημα, αντλώντας συνολικά 12,1 δισ. δολάρια από τις αγορές.
Ο κίνδυνος της «μόνιμης» αβεβαιότητας
Το κακό είναι ότι η λέξη αβεβαιότητα χρησιμοποιείται κατά κόρον και στις προβλέψεις των αναλυτών και μάλιστα όχι μόνο για τους επόμενους μήνες αλλά για τα επόμενα πολλά χρόνια. Με δεδομένο, δε, ότι η μεταβλητότητα –που είναι... φυσικό επακόλουθο της αβεβαιότητας– στις αγορές έχει κάνει αισθητή την παρουσία της από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και μετά με αυξανόμενο ρυθμό, δεν αποκλείεται αυτή τη φορά να βιώσουμε μία κατάσταση «μόνιμης αβεβαιότητας».
Από το πολεμικό σκηνικό στη Συρία και την κλιμάκωση της προσφυγικής κρίσης, μέχρι την πιθανότητα εξόδου της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τους φόβους για απότομη προσγείωση της κινεζικής οικονομίας, μέχρι τους φόβους για κατάρρευση πετρελαϊκών κολοσσών και κρατών, ο κόσμος μας είναι γεμάτος παράγοντες που προκαλούν έντονη αβεβαιότητα για το σήμερα, το αύριο αλλά και το... μεθαύριο.
Και ο κατάλογος της... ανησυχίας συνεχίζεται: η «επέλαση» του Donald Trump προς τις αμερικανικές εκλογές, το «φάντασμα» του αποπληθωρισμού στην Ευρώπη, η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και η απειλή των τζιχαντιστών συμπληρώνουν το κοκτέιλ της αβεβαιότητας.
Τώρα, το ποιοι ποντάρουν σε αυτούς τους παράγοντες και ποιους εξυπηρετεί μία παρατεταμένη περίοδος που κανείς δεν θα μπορεί να προβλέψει με σχετική επιτυχία τις διακυμάνσεις σε μετοχές, ομόλογα, εμπορεύματα και συνάλλαγμα μάλλον λίγη σημασία έχει. Γιατί πολύ απλά, τέτοιες εικασίες κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε θεωρίες συνωμοσίας και σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Το σίγουρο είναι ότι σε περιόδους έντονης μεταβλητότητας, κάποιοι χάνουν πάρα πολλά λεφτά και άλλοι γίνονται ακόμα πιο πλούσιοι.
Και για να επιστρέψουμε στα δικά μας, το ελληνικό πρόβλημα θεωρείται πλέον, σύμφωνα με τα όσα δηλώνουν έμπειροι οικονομολόγοι, πολύ μικρό για την Ευρώπη, με αποτέλεσμα η έκβασή του να θεωρείται ότι συγκαταλέγεται στις παράπλευρες επιπτώσεις μεγαλύτερων σε βαρύτητα θεμάτων.