Την εποχή που εκτινασσόταν το Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας και η σχέση ανάμεσα στο Χρέος και το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν έπαιρνε την ανιούσα, ουδείς διερωτάτο για την πορεία των συγκεκριμένων μακροοικονομικών μεγεθών. Αντιθέτως, όλοι εστίαζαν στα «λεφτά που μπαίνουν στην τσέπη του κοσμάκη», στους «διορισμούς στο Δημόσιο», στα «κεκτημένα», στα «δικαιώματα», στις συντάξεις, στα επιδόματα.
Αλλά και στο «άρμεγμα των γαλακτοφόρων ευρωπαϊκών αγελάδων», δηλαδή των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, του Πρώτου Πακέτου Ντελόρ, του Β’ ΚΠΣ, του Γ’ ΚΠΣ, των ΕΣΠΑ, των αγροτικών επιδοτήσεων, των χρηματοδοτήσεων των υποδομών και άλλων. Το συνολικό άθροισμα των οποίων σύμφωνα με δήλωση του τότε επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, Πάνου Καρβούνη το 2015, άγγιζε τα 200 δισ. ευρώ.
Έτσι, οι δυο καταστροφικές περίοδοι της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, όπως ήταν η περίοδος της διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου από το 1981 και η περίοδος της διακυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή από το 2004, που είχαν εκτροχιάσει την οικονομική και δημοσιονομική πορεία της χώρας, ακόμα μνημονεύονται ως περίοδοι ευημερίας, ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης, από τους όψιμους οπαδούς των Financial Times, που καταδικάζουν τα έργα και τις ημέρες της σημερινής κυβέρνησης.
Θα αποτελούσε δε σημαντική παράληψη, αν δεν αναφερόμασταν τόσο στο λαϊκιστικό επιδοματικό κρεσέντο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου τη στιγμή που έβλεπε τη χώρα να καταρρέει μέσα στα χέρια του, όσο και στα καταστροφικά ιδεοληπτικά και εμμονικά νταούλια του Αλέξη Τσίπρα που οδήγησαν σε μια περαιτέρω αχρείαστη βύθιση της εθνικής οικονομίας επί των ημερών του, στο όνομα της «πρώτη φορά Αριστεράς». Καθυστερώντας με αυτόν τον τρόπο την επάνοδο της χώρας μας στην κανονικότητα.
Στο ακόλουθο γράφημα της ιστοσελίδας μακροοικονομικού περιεχομένου «tradingeconomics», που είναι βασισμένο σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, παρακολουθούμε την εξέλιξη της αναλογίας του Δημοσίου Χρέους ως προς το ΑΕΠ. Η οποία ενώ το 1980 βρισκόταν στο 22,6%, το 1993 είχε υπερτετραπλασιαστεί ξεπερνώντας οριακά το 100%. Το 2004 ξεκίνησε και πάλι από το 102,9% για να φτάσει το 2009 στο 127% και να απογειωθεί το 2011 στο 175%.
Η υγειονομική κρίση είχε οδηγήσει το Χρέος/ΑΕΠ στο 207% και από τότε έχει αρχίσει μια πτωτική πορεία, η οποία θα οδηγήσει τον συγκεκριμένο δείκτη μέχρι το 2026 στο 140%, όπως βλέπουμε στο δεύτερο γράφημα.
Η αδυναμία κατανόησης από την πλευρά της πλειοψηφίας των πολιτών, όχι μόνο των βασικών οικονομικών εννοιών, των πιο απλών μαθηματικών αναλογιών, αλλά και των ποσοστιαίων μεταβολών, καθιστούν σχεδόν ατελέσφορη την ανάλυση και την ερμηνεία της πορείας της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή αποτυπώνεται σε πίνακες και γραφήματα. Αυτή η αδυναμία, χρησιμοποιείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στην προσπάθεια τους να αποδομήσουν την αναστροφή της πτωτικής πορείας της ελληνικής οικονομίας.
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιούν στις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις οι πολιτικοί, είναι η σύγκριση του 2024 με το 2009. Με το ΑΕΠ του 2009, με το κατά κεφαλήν εισόδημα του 2009 και με την «αξία» των εισοδημάτων του 2009, όπως βλέπουμε στο ακόλουθο γράφημα. Ωστόσο, έχουν επιλεκτική μνήμη.
Λησμονούν ότι το έλλειμμα του 2009 είχε φτάσει στο 15,4% του ΑΕΠ και σε απόλυτο μέγεθος τα 36,2 δισ. ευρώ. Λησμονούν ότι η τότε κυβέρνηση έδινε μια ψευδή εικόνα της οικονομικής κατάστασης της χώρας, παρουσιάζοντας έλλειμμα της τάξης του 6%, δηλαδή κατά 20 δισ. μικρότερο από το πραγματικό. Λησμονούν ότι το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας βρισκόταν στο 12%. Και αφού οι ελληνικές εξαγωγές δεν απέφεραν αρκετά χρήματα για να πληρώσουμε για τα εισαγόμενα προϊόντα από το εξωτερικό, η Ελλάδα αναγκαζόταν να δανείζεται κατά μέσο όρο το 10% του ΑΕΠ της σε ετήσια βάση, από τις διεθνείς αγορές χρέους.
Αυτά τα «δανεικά χρήματα» διοχετεύονταν κυρίως σε μισθούς και συντάξεις καταλήγοντας την κατανάλωση. Τονώνοντας τη ζήτηση στην οικονομία και την ταχεία αύξηση του ΑΕΠ και των εισοδημάτων. Ο δανεισμός αυτός προφανώς δεν ήταν βιώσιμος μακροπρόθεσμα και έπρεπε να σταματήσει.
Το σημείο-σταθμός τόσο για την Ελλάδα όσο και για άλλες χώρες της Ευρωζώνης, είχε αποτελέσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008. Έτσι η αδυναμία πρόσβασης στον εξωτερικό δανεισμό που όπως προαναφέραμε αποτελούσε το βασικό αίτιο της υψηλής ζήτησης, σήμανε αυτόματα και την απότομη πτώση της ζήτησης και της κατανάλωσης.
Το να συγκρίνει κανείς την Ελλάδα του 2024, με την Ελλάδα του 2009, δεν είναι ούτε γόνιμο, ούτε χρήσιμο, ούτε ουσιαστικό. Είναι εντελώς παραπλανητικό και απατηλό. Όποιο και να ήταν το επίπεδο των εισοδημάτων των πολιτών το 2009, όλοι μας γνωρίζουμε ότι αποτελούσε μια «μαγική εικόνα», που την πληρώσαμε με τον πιο επώδυνο τρόπο.
Η Ελλάδα του 2009, ήταν μια χώρα με υψηλό εξωτερικό και δημόσιο χρέος, πολύ υψηλά διπλά ελλείμματα και ένα δυσλειτουργικό θεσμικό περιβάλλον, το οποίο καθιστούσε δύσκολη την απαιτούμενη μεταστροφή της οικονομίας προς ένα πιο εξαγωγικό και παραγωγικό μοντέλο.
Επομένως, αντί η αντιπολίτευση να κοιτάει με λαγνεία τα οικονομικά στοιχεία του 2009, θα είναι καλύτερα να μας πει με ποιο τρόπο και ποιο πρόγραμμα θα καταφέρει να κινηθεί η πραγματική οικονομία με ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους των αντίστοιχων ευρωπαϊκών κατά τουλάχιστον 1,5% μέσα στα επόμενα χρόνια. Με σκοπό να επιτευχθεί η πολυπόθητη σύγκριση με τους μέσους όρους της Ευρωζώνης.
Και προφανώς ο τρόπος αυτός δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει ούτε «λεφτά υπάρχουν», ούτε δραχμικά πειράματα, ούτε κατοχικά δάνεια, ούτε γερμανικές αποζημιώσεις, ούτε κρατικοποιήσεις, ούτε συνθήματα του τύπου «μας χρωστάνε, δεν τους χρωστάμε».
Με περιέργεια ομολογουμένως, περιμένουμε να δούμε τι θα περιλαμβάνει.