Του Γιώργου Φιντικάκη
Βρίσκεται σε επενδυτική βαθμίδα, δανείζεται εδώ και μερικές εβδομάδες με 2,4% από τις αγορές, και από τον Οκτώβριο και μετά θα απολαμβάνει τα οφέλη του QE της ΕΚΤ, απόδειξη ότι το ένα καλό, φέρνει το επόμενο.
Εννοείται ότι δεν μιλάμε για την Ελλάδα, παρά για τη Κύπρο, για την οποία σήμερα η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι ξεκινά να αγοράζει κυπριακά ομόλογα, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, κάνοντας μάλιστα γνωστό ότι θα επιχειρήσει να καλύψει το χαμένο έδαφος των 2,5 ετών αποκλεισμού της γειτονικής χώρας από το QE.
Ειδήσεις σαν αυτές κάνουν ένα μικρό κράτος σαν τη Κύπρο να μπαίνει για τα καλά στα ραντάρ «ποιοτικών» μακροπρόθεσμων επενδυτών, από τα οποία απουσιάζει η Ελλάδα, αφού στην δική μας οικονομία, τα θετικά νέα απουσιάζουν.
Από το αυστηρό μήνυμα της Moody's στη κυβέρνηση ότι αν δεν εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί και ψηφιστεί, τότε η χώρα κινδυνεύει με υποβάθμιση, έως τα προ ημερών στοιχεία για κατήφορο της Ελλάδας στην οικονομική ελευθερία και επιδείνωση στην αντιμετώπιση της διαφθοράς, όλες οι τελευταίες ειδήσεις γύρω από την οικονομία είναι αρνητικές.
Και την ίδια ώρα που κυπριακά ομόλογα θα ενταχθούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης έσω για λίγους μήνες (τελειώνει στο τέλος του 2018), η ΕΚΤ έχει κλείσει εδώ και καιρό την πόρτα της στα ελληνικά, χάρη στην εμμονή της κυβέρνησης Τσίπρα για «καθαρή έξοδο».
Ήδη από τον Ιούλιο, η ΕΚΤ είχε ανακοινώσει ότι μετά το τέλος του τρίτου μνημονίου, και εφόσον η Ελλάδα δεν βρίσκεται ούτε σε επενδυτική βαθμίδα, ούτε σε κάποιους είδους πρόγραμμα, όπως για παράδειγμα προληπτική γραμμή στήριξης, τότε η Φρανκφούρτη, δεν μπορεί βάσει του καταστατικού της, να υποστηρίξει ούτε την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE, ούτε τη διατήρηση του φθηνού τρόπου χρηματοδότησης των τραπεζών που γινόταν μέσω του waiver.
Συμπέρασμα, με βάση όλα τα παραπάνω : Το QE, τελειώνει στα τέλη Δεκεμβρίου, ωστόσο έως τότε, η κυπριακή οικονομία θα ευνοηθεί από την τόνωση της ρευστότητας την οποία θα προσφέρει η ένταξή της στο πρόγραμμα. Όχι, όμως και η ειδικών αναγκών, ελληνική.
Στη περίπτωση της απώλειας του waiver, πράγματι οι τράπεζες μπορούν να... ζήσουν και χωρίς αυτό. Ο αντίκτυπος δεν είναι καταστροφικός, αφού αντικαθιστούν τη χρηματοδότηση μέσω ρέπος, και σαν ύστατο καταφύγιο ρευστότητας υπάρχει και ο έκτακτος μηχανισμός της ΤτΕ, ο ELA.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι σε περίπτωση προσεχών αναταράξεων στις αγορές λόγω Ιταλίας, Τουρκίας ή άλλων αιτιών, οι τράπεζες μένουν «ξεκρέμαστες». Διότι το waiver ήταν η παρέκκλιση μέσω της οποίας η ΕΚΤ στην ουσία προσέφερε την εγγύηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης που δεν προσφέρει το ελληνικό Δημόσιο. Χωρίς αυτή την εγγύηση οι ελληνικοί τίτλοι θα είναι... ολομόναχοι στις αγορές που σημαίνει ότι ελληνικό Δημόσιο και τράπεζες θα δίνουν λόγο καθημερινά στις αγορές. Σε περίπτωση, δε, που κλιμακωθούν οι αναταράξεις, το Δημόσιο θα αναγκαστεί ως γνωστόν να αρχίσει να ροκανίζει το κεφαλαιακό απόθεμα και οι τράπεζες θα επιστρέψουν στον ELA.
Συγκρίνοντας Ελλάδα και Κύπρο, μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους.