Με το χειμώνα να επελαύνει και τους λογαριασμούς της ενέργειας να εκτοξεύονται οι Ευρωπαίοι παρακολουθούμε παγωμένοι, στην κυριολεξία αυτή τη φορά, την απόλυτη ασυνεννοησία μεταξύ των κρατών-μελών, την πολιτική αδυναμία να συμφωνήσουν σε μια συντονισμένη και δραστική αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Χάνοντας κρίσιμο χρόνο για την ανάπτυξη και την αποθήκευση ανανεώσιμης ενέργειας, η ΕΕ βρίσκεται πλέον όμηρος των προμηθευτών ορυκτών καυσίμων με τη Ρωσία του Πούτιν να έχει τον πρώτο λόγο.
Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους προμηθευτές των ορυκτών καυσίμων συμπυκνώνεται σε δύο αριθμούς: Η ΕΕ εισάγει το 90% του φυσικού αερίου που χρησιμοποιεί και το 97% του πετρελαίου. Όσο η βιομηχανία, οι μεταφορές και τα νοικοκυριά εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα και πρωτίστως από το φυσικό αέριο τόσο η πιθανότητα της επαναλαμβανόμενης ενεργειακής κρίσης θα υπονομεύει την ανάκαμψη και θα στερεί κάθε δυνατότητα στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ.
Η περίφημη εργαλειοθήκη της Κομισιόν για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης εξάντλησε τη χρησιμότητα της μόλις ανακοινώθηκε στις αρχές του Οκτωβρίου. Τα κράτη-μέλη φρόντισαν να στηρίξουν τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, στην Ελλάδα διατίθεται περίπου ένα δις ευρώ σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, αλλά κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι αυτή η στοχευμένη στήριξη είναι αρκετή για να αντιμετωπίσει έστω και προσωρινά το πρόβλημα. Οι υψηλές τιμές ενέργειας, αυξάνουν τον πληθωρισμό υπονομεύοντας το επίπεδο ζωής όλων μας.
Η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους στην ΕΕ καθιστά πλέον επείγουσες
* Τις μεγάλης κλίμακας, επενδύσεις στην παραγωγή και αποθήκευση πράσινης ενέργειας
* Τις επενδύσεις στη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών για τον εξηλεκτρισμό της βιομηχανίας
* Τις πολιτικές συμφωνίες για στρατηγικά αποθέματα φυσικού αερίου από διαφορετικούς προμηθευτές που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη στάθμιση των τιμών σε περιόδους κρίσεων.
Ωστόσο όλες αυτές οι απολύτως απαραίτητες επιλογές χρειάζονται εύλογο χρόνο και η κρίση απαιτεί και κινήσεις ταχείας εκτόνωσης.
Η Πρόεδρος της Κομισιόν άνοιξε από τον Οκτώβριο δημόσια τη συζήτηση για την αποσύνδεση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος από το φυσικό αέριο. Μάλιστα από το Ταλίν της Εσθονίας επιχειρηματολόγησε λέγοντας ότι «πρέπει να δούμε τη σύνθεση της τιμής στην αγορά του ηλεκτρισμου, διότι εάν οι τιμές του ηλεκτρισμού είναι υψηλές αυτό οφείλεται στις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου. Και πρέπει να δούμε την πιθανότητα να αποσυνδέσουμε εντός τις τιμές της αγοράς , διότι έχουμε πολύ φθηνότερη ενέργεια όπως για παράδειγμα από ανανεώσιμες…»
Φθάνοντας στο τέλος του Δεκεμβρίου και διαπιστώνοντας με τον πιο ακραίο τρόπο ότι η ΕΕ αποφεύγει συστηματικά οποιαδήποτε έστω και επιμέρους εθελοντική κοινή δράση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, η συζήτηση για τη δραστική αλλαγή της τιμολόγησης του ηλεκτρισμού επιστρέφει ως μοναδική έξοδος από το τούνελ. Μετά την αρχική απόρριψη της πρότασης τον Οκτώβριο, η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας θα κληθεί εκ των πραγμάτων να αντιμετωπίσει το δίλημμα αποσύνδεση ή πολλαπλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο.
Αντί η ΕΕ να κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλί και φθάνοντας στο απόγειο του στρουθοκαμηλισμού να μην υπάρχει αναφορά στα συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την ενεργειακή κρίση, οφείλει να δράσει άμεσα και να προχωρήσει στις θεσμικές αλλαγές στην εσωτερική αγορά ενέργειας που θα δίνουν στις ανανεώσιμες βαρύνοντα ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Με την πρωτοφανή αδυναμία συντονισμένης δράσης στην ενεργειακή κρίση, η ΕΕ υπονομεύει το μεγαλύτερο εγχείρημα στη σύγχρονη ιστορία της, την μετεξέλιξη του ενεργειακού μείγματος και του οικονομικού μοντέλου σε πράσινο και ψηφιακό. ´Ηδη άρχισαν οι συντονισμένες αντιρρήσεις για το Σύστημα Εμπορίας Εναερίων Ρύπων, ενώ επαναδιατυπώνονται οι προτάσεις για χαμηλούς ρυθμούς απανθρακοποίησης από την Πολωνία.
Όσο οι Ευρωπαίοι παγώνουν από τις τιμές της ενέργειας και των βασικών αγαθών, διαπιστώνοντας ότι παρά τις διακηρύξεις παραμένουν όμηροι του Πούτιν, τόσο θα πληθαίνουν οι φωνές που αμφιβάλουν για τις δυνατότητες της ηγεσίας της ΕΕ να σχεδιάσει το μέλλον τους.
*Η Μαρία Σπυράκη είναι ευρωβουλευτής ΝΔ-ΕΛΚ και συμπρόεδρος του Intergroup για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και την Κλιματική Αλλαγή