Την προηγούμενη Τετάρτη 18 Αυγούστου, η Illumina (ILMN NASDAQ), ίσως η σημαντικότερη εταιρεία κατασκευής εξοπλισμού για διενέργεια γενετικών τεστ για εντοπισμό ασθενειών, ανακοίνωσε την ολοκλήρωση της εξαγοράς της Grail, με αντίτιμο λίγο παραπάνω από 7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Grail, που είχε δημιουργηθεί ως εσωτερικό τμήμα της Illumina και αποσχίσθηκε από αυτή το 2016, έχει αναπτύξει το Galleri, ένα σύστημα που σύμφωνα με την ίδια μπορεί να ανιχνεύσει σχεδόν όλες τις μορφές καρκίνου με τη βοήθεια της τεχνολογίας υγρής βιοψίας. Το Galleri δεν έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται ακόμα, και δεν είναι το μόνο σύστημα που προσπαθεί να εντοπίσει τον καρκίνο, ή την προδιάθεση για αυτόν, με την βοήθεια των υγρών βιοψιών που στην ουσία είναι μία εξέταση αίματος, κατά την οποία το αίμα περνάει μέσα από γενετικά τεστ. Αρκετές άλλες επιχειρήσεις ασχολούνται με το αντικείμενο, και σχεδόν όλες προμηθεύονται τον εξοπλισμό για τη διενέργεια αυτών των εξετάσεων από την Illumina.
Αυτή είναι η αιτία για την οποία έχουν παρέμβει οι αρχές προστασίας του ανταγωνισμού στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προσπαθώντας να σταματήσουν την εξαγορά. Το βασικό επιχείρημα των αντιμονοπωλιακών αρχών είναι πως από τη στιγμή που η Illumina θα εξαγοράσει και θα ενσωματώσει εκ νέου την Grail, θα έχει συμφέρον να κρατήσει για την ίδια τα καλύτερα και πιο σύγχρονα μηχανήματα διενέργειας αυτών των τεστ, προκειμένου να δώσει πλεονέκτημα στην ίδια απέναντι σε όλους τους ανταγωνιστές. Πρέπει να ομολογήσουμε πως το επιχείρημα των αρχών ακούγεται αρκετά λογικό.
Η Illumina όμως διαφωνεί. Υποστηρίζει πως στην πραγματικότητα όλες οι άλλες εταιρείες βρίσκονται τεχνολογικά πολύ πίσω από την Grail και στην ουσία δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Άρα, καταλήγει, αφού δεν υπάρχει ανταγωνισμός δεν φοβόμαστε κανέναν και δεν υπάρχει περίπτωση να βλάψουμε κανέναν. Η Illumina παραπονιέται πως οι αμερικανικές αρχές καθυστερούν την εξαγορά χωρίς λόγο, και αναφερόμενη στις αρχές της ΕΕ θεωρεί πως δεν έχουν κανένα δικαίωμα να παρέμβουν αφού τα προϊόντα της δεν πωλούνται καν στις χώρες της Ένωσης.
Με αυτά τα βασικά επιχειρήματα προχώρησε στην ολοκλήρωση της εξαγοράς πριν μερικές ημέρες, επισημαίνοντας πως οι καθυστερήσεις κάνουν κακό στην κοινωνία αφού θέτουν εμπόδια στην ανάπτυξη νέων αποτελεσματικών μεθόδων εντοπισμού του καρκίνου. Όπως μας επισημαίνει όμως το Bloomberg, ένας βασικός λόγος για τη βιασύνη της Illumina μπορεί να είναι το γεγονός πως η καθυστέρηση της εξαγοράς της κοστίζει περίπου 30 εκατομμύρια δολάρια τον μήνα, τα οποία καταβάλλει στην Grail, ενώ αν η εξαγορά δεν προχωρήσει θα πρέπει να της καταβάλει άλλα 300 εκατομμύρια.
Ανεξάρτητα από τα πραγματικά κίνητρα της διοίκησης της Illumina, το γεγονός είναι πως προχώρησε σε μία πολύ σπάνια για τα επιχειρηματικά δεδομένα κίνηση. Αναλυτές της Citigroup υποστηρίζουν πως δεν μπορούν να βρουν προηγούμενη περίπτωση που μία επιχείρηση προχώρησε σε ολοκλήρωση μίας εξαγοράς χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει η νομική πλευρά του ζητήματος. Η πρώτη αντίδραση των αρχών ήταν αρκετά δυναμική και μάλλον αναμενόμενη.
Η ευρωπαία επίτροπος ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ έκανε γνωστή την ενόχλησή της και απείλησε την Illumina με υψηλά πρόστιμα. Από την δική της μεριά, η αμερικανική επιτροπή εμπορίου (FTC) είχε την ευκαιρία να ξαναζητήσει από το δικαστήριο, το οποίο κατά σύμπτωση άρχισε να εξετάζει την υπόθεση προχθές Τρίτη 24 Αυγούστου, την ακύρωση της εξαγοράς.
Σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ του Barron’s, στη δίκη, που μπορεί να παρακολουθήσει διαδικτυακά κάθε ενδιαφερόμενος, θα καταθέσουν σαν μάρτυρες υποστήριξης των θέσεων της FTC, εκπρόσωποι άλλων επιχειρήσεων, όπως της Natera (NTRA NASDAQ), της Guardant Health (GH NASDAQ) και της Exact Sciences (EXAS NASDAQ), οι οποίοι υποθέτουμε θα προσπαθήσουν να καταρρίψουν τις θέσεις της Illumina περί ανυπαρξίας ανταγωνισμού. Επίσης, τις θέσεις της επιτροπής θα υποστηρίξουν και εκπρόσωποι της Αμερικανικής Ένωσης Καρκίνου (American Cancer Society).
Η FTC έχει πάρει τα πράγματα αρκετά σοβαρά και σκοπεύει να αμφισβητήσει και την αξιοπιστία του Φράνσις ντε Σούζα, που είναι ο διευθύνων σύμβουλος της Illumina, χρησιμοποιώντας στοιχεία από την υπόθεση του διαζυγίου του. Φαίνεται πως κατά την σχετική δίκη αποδείχθηκε πως ο Ντε Σούζα είχε αποκρύψει στοιχεία που αφορούσαν τις επενδύσεις του σε κρυπτονομίσματα.
Η δίκη αναμένεται να κρατήσει μερικές εβδομάδες και προφανώς δεν έχει νόημα οποιαδήποτε πρόβλεψη για το αποτέλεσμά της. Αν η απόφαση είναι αρνητική για την Illumina, τα πράγματα μπορεί να γίνουν αρκετά δύσκολα για την εταιρεία, η οποία λογικά θα υποχρεωθεί να «αντιστρέψει» την εξαγορά που μόλις ολοκληρώθηκε.
Κάτι τέτοιο θα της κοστίσει και σε χρήμα και σε φήμη, και θα της δημιουργήσει προβλήματα που μπορεί να την ταλαιπωρήσουν για χρόνια. Αν το δικαστήριο απορρίψει τους ισχυρισμούς των αμερικανικών αρχών θα είναι πολύ δύσκολο, όχι όμως αδύνατον, για την FTC να συνεχίσει την προσπάθειά της εναντίον της εξαγοράς.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η Illumina θα «βγει από πάνω» και θα δικαιωθεί για την βιαστική κίνησή της, δίνοντας ιδέες και σε άλλες εταιρείες που μπορεί αργότερα να βρεθούν στην θέση της. Η αγορά πάντως μάλλον δεν ενθουσιάστηκε από την κίνηση της Illumina, αφού την ημέρα που ανακοινώθηκε η ολοκλήρωση της εξαγοράς η μετοχή της σημείωσε σημαντική πτώση, κοντά στο 8%. Προφανώς οι επενδυτές φοβήθηκαν πως αυτή η κίνηση μπορεί να προκαλέσει την οργή των αρχών και να της κάνει κακό και στη δίκη που προαναφέραμε.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της υπόθεσης, είναι βέβαιο πως η διαγνωστική τεχνολογία με τη χρήση των υγρών βιοψιών και των γενετικών τεστ υπόσχεται πάρα πολλά και δίνει μεγάλες ελπίδες για σημαντικά βήματα στη μάχη κατά του καρκίνου.
Και βέβαια, αν η τεχνολογία αρχίσει να εφαρμόζεται και δικαιώσει τις προσδοκίες, πολύ κερδισμένοι θα βγουν όσοι επενδύσουν στις εταιρείες που ασχολούνται με αυτή την τεχνολογία, αφού σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών, σε μία δεκαετία από τώρα ο ετήσιος κύκλος εργασιών αυτής της νέας «βιομηχανίας» θα ανέρχεται σε πολλές δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.