Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Όσο και αν θέλουν στην κυβέρνηση να πανηγυρίσουν το τέλος του επίσημου μνημονίου με μία ηχηρή έξοδο στις αγορές η αλήθεια είναι ότι τα επιτόκια δανεισμού της χώρας μας – άρα και η δυνατότητα έκδοσης ομολόγου - θα εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό και για πολύ καιρό ακόμη, από εξωτερικούς παράγοντες, με βασικότερο τις εξελίξεις στην Ιταλία.
Μέχρι την κατάθεση του ιταλικού προϋπολογισμού, όταν θα φανούν οι πραγματικές προθέσεις του Τζουζέπε Κόντε και των συνοδοιπόρων του Ματέο Σαλβίνι και Λουίτζι Ντι Μάιο, το ελληνικό δημόσιο ίσως καταφέρει να αξιοποιήσει το ανοικτό παράθυρο και να βγει στις αγορές. Γι'' αυτό το λόγο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης με επικεφαλής τον Γιώργο Χουλιαράκη και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο κάνει σαφάρι συναντήσεων με επενδυτές.
Όμως, η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να πείσει τους επενδυτές. Αν μπορούσε δεν θα είχαμε επιτόκια 3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από την Ιρλανδία και πάνω από 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από την Πορτογαλία. Αυτό φάνηκε και τον περασμένο Φεβρουάριο, όταν η έξοδος στις αγορές προκάλεσε ενθουσιασμό στην κυβέρνηση και αμέσως μετά τα επιτόκια εκτινάχθηκαν σε απαγορευτικά επίπεδα, αλλάζοντας τον σχεδιασμό.
Στην τρέχουσα συγκυρία, τα επιτόκια δανεισμού έχουν υποχωρήσει κυρίως λόγω του γεγονότος ότι ο Μάριο Ντράγκι δεν απέκλεισε εντελώς την ένταξη – έστω και για λίγο – των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Προσέξτε. Ο Ντράγκι δήλωσε ότι η συμφωνία του Eurogroup σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζει την ένταξη της Ελλάδας στο QE, αλλά η ΕΚΤ θα το... ξανασκεφτεί όταν ολοκληρώσει την δική της ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους.
Αυτό αποδεικνύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ότι η πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνηση με τις συνεχείς καθυστερήσεις στις αξιολόγησης στέρησε από τη χώρα τεράστια οφέλη. Μία μόνο, και μάλιστα όχι τόσο θετική, δήλωση του Ντράγκι ρίχνει τα επιτόκια. Αρκεί να σκεφτούμε πόσο θα είχαν υποχωρήσει τα επιτόκια αν η Ελλάδα είχε επιστρέψει στην κανονικότητα πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ιταλία.
Η Ιταλία, λοιπόν, θα κρίνει αν το ελληνικό δημόσιο θα βγει στις αγορές και πόσο θα κρατήσει η έξοδος. Κατά συνέπεια, η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο μέχρι να σταθεί στα πόδια της και να πάρει την τύχη στα χέρια της. Διότι αν τελείωνε πραγματικά το μνημόνιο και η Ελλάδα είχε ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών ο αντίκτυπος της ιταλικής κρίσης θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένος.
Αντιθέτως, μέσα σε δύο μήνες που η πολιτική αβεβαιότητα στην Ιταλία χτύπησε κόκκινο, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θύμισε... τρενάκι του τρόμου καθώς από το 3,8% στις αρχές Μαΐου, κατάφερε να διασπάσει ανοδικά το επίπεδο του 4,8% και να επιστρέψει, αποδεικνύοντας την υπερευαισθησία των ελληνικών τίτλων στη μεταβλητότητα.
Το ελληνικό δεκαετές βρίσκεται στο 3,87% που δεν είναι βιώσιμο επιτόκιο, λόγω των δηλώσεων του Ντράγκι, αλλά θα μπορούσε πολύ εύκολα να ανέλθει και πάλι στο 4,5% ή ακόμη υψηλότερα αν η ιταλική κυβέρνηση επιλέξει να συγκρουστεί με την Ευρώπη όταν θα καταθέσει τον προϋπολογισμό του 2019.
Ξένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι η ταχύτητα μετάδοσης των ιταλικών ανησυχιών στα ελληνικά ομόλογα μας υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα που οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι έχουν ξεπεράσει. Η Ελλάδα δεν απολαμβάνει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας και ο δρόμος μέχρι την ουσιαστική της αναβάθμιση μόνο εύκολος δεν θα είναι.
Ας πάρουμε τα παραδείγματα της Ιρλανδίας, της Ισπανίας, ακόμη και της Πορτογαλίας. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Πορτογαλίας διαμορφώνεται στο 1,754% περίπου 90 μονάδες βάσης χαμηλότερα από την Ιταλία. Κάθε φορά που οι ανησυχίες για την πορεία που θα επιλέξει να ακολουθήσει η ιταλική κυβέρνηση ενισχύονται, τα επιτόκια δανεισμού της Πορτογαλίας κινούνται ανοδικά, αλλά δεν πλησιάζουν καν σε απαγορευτικά επίπεδα. Το ίδιο, φυσικά, συμβαίνει και με την Ισπανία και την Ιρλανδία, οι οποίες απολαμβάνουν χαμηλότερα επιτόκια από την Ιταλία κατά 136 και 182 μονάδες βάσης αντίστοιχα.
Ένας ακόμη κίνδυνος απορρέει από το γεγονός ότι η οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε τροχιά αύξησης των επιτοκίων, αν και η ΕΚΤ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι δεν θα προχωρήσει σε αύξηση πριν το καλοκαίρι του 2019. Σε συνδυασμό με τις ανησυχίες για τον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, οι συνθήκες στις αγορές μόνο ευνοϊκές δεν είναι για μία χώρα σαν την Ελλάδα που αναζητά δεκανίκια. Οι επενδυτές έχουν εκφράσει με κάθε τρόπο τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων τα ελληνικά ομόλογα θα μπουν εκ νέου στα ραντάρ τους. Προϋποθέσεις που σήμερα δεν υπάρχουν και θα χρειαστούν τολμηρές αποφάσεις με πολιτικό κόστος.