Ναι πράγματι, μπορεί η κυβέρνηση να παρουσιάζει καθυστερήσεις όσον αφορά το ξετύλιγμα του κυβερνητικού έργου. Μπορεί να εμφανίζει υστέρηση στις μεταρρυθμίσεις που κρίνονται αναγκαίες. Μπορεί να μην προβαίνει σε μετωπικές συγκρούσεις με παθογένειες και συμφέροντα, όπως ίσως να θέλαμε. Ωστόσο, κερδίζει διαρκώς μάχες υπέρ του αυτονόητου.
Και ποιο είναι το αυτονόητο; Ότι η μείωση της φοροδιαφυγής και η αύξηση των εσόδων από τη μεγέθυνση της φορολογικής ύλης, θα πρέπει να ελαφρύνουν το φορολογικό βάρος το οποίο επωμίζονται οι συνεπείς φορολογούμενοι. Οι χαρακτηριζόμενοι διαχρονικά και ως «φορολογικά υποζύγια».
Μέχρι τώρα, η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατευθυνόταν στην αυστηρή δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων, καθώς και στην άσκηση μιας κοινωνικής πολιτικής που εστιαζόταν στη χορήγηση επιδομάτων και έκτακτων βοηθημάτων. Έφτασε, όμως η στιγμή, μέρος αυτής της ανόδου των φορολογικών εσόδων να «επιστραφεί» σαν επιβράβευση, στους συνεπείς φορολογούμενους που καταβάλουν τους φόρους που τους αντιστοιχούν.
Η συγκεκριμένη επιλογή της κυβέρνησης, αφ’ ενός ανταμείβει τους συνεπείς πολίτες και αφ’ ετέρου προσφέρει κίνητρο προς τους καταναλωτές να συμβάλουν με τον δικό τους τρόπο στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Ήδη, η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές, που έχει οδηγήσει στην έκδοση περισσότερων αποδείξεων, έχει συμβάλει στην αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ κατά 10,3%. Και φυσικά, στο τέλος της τρέχουσας οικονομικής χρήσης, θα καταγραφούν υψηλότεροι τζίροι και μεγαλύτερα κέρδη. Που με τη σειρά τους θα οδηγήσουν στην αύξηση της φορολογίας των αντίστοιχων κερδών.
Σύμφωνα με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, αν συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό η προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής, έως το 2027 θα έχουμε σταδιακά μία αύξηση των κρατικών εσόδων σε ετήσια βάση, της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ.
Αντίθετα, σύμφωνα με την αντιπολίτευση, η αύξηση των φορολογικών εσόδων από τον ΦΠΑ, οφείλεται μόνο στην ακρίβεια και στην αύξηση των τιμών. Και μάλιστα, υποστηρίζει ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων, που προέρχεται από έμμεσους φόρους, πιστοποιεί την άποψή της, ότι δεν αποτελεί «φανέρωμα» του αποκρυπτόμενου, μέχρι πρότινος ΦΠΑ, αλλά μόνο επιπλέον κέρδη και έσοδα για τους επιχειρηματίες. Μα είναι αυτά τα έσοδα που επιτέλους φανερώνονται από τη διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές και εξ αυτών εμφανίζεται και ο ΦΠΑ. Και τα έσοδα οδηγούν σε κέρδη που και πάλι θα φορολογηθούν.
Ας αφήσουμε αυτά τα απίστευτα αντιπολιτευτικά οικονομικά στην άκρη και ας επανέλθουμε στα πραγματικά γεγονότα. Η «επιστροφή» μεγάλου μέρους αυτών των επιπλέον φορολογικών εσόδων, που δεν οφείλονται σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών, πίσω στους φορολογούμενους, θα προκαλέσει μια σαφή μεταστροφή στις καταναλωτικές συνήθειες των πολιτών, όσον αφορά την έκδοση αποδείξεων. Οι πολίτες, με πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια και ευκολία, θα ζητούν τις αποδείξεις και όλα τα σχετικά παραστατικά των εμπορικών συναλλαγών τους, που θα οδηγούν στην καταγραφή υψηλότερης φορολογικής ύλης.
Βέβαια, η ψηφιακή καταγραφή των παραστατικών, η καταγραφή του ΦΠΑ και η φορολόγηση των κερδών προϋποθέτει την έκδοση παραστατικών και τη μη συναλλαγή «κάτω από το τραπέζι». Διότι εφ’ όσον οι αντισυμβαλλόμενες πλευρές επιλέξουν να προχωρήσουν σε συναλλαγή χωρίς ΦΠΑ, με αμοιβαίο όφελος, τόσο για τον αγοραστή, όσο και για τον πωλητή, δεν θα εκδοθεί παραστατικό, δεν θα υπάρξει διασύνδεση με το POS, ούτε επαφή με τις φορολογικές αρχές. Ο αγοραστής θα «κερδίσει» τον ΦΠΑ που δεν θα καταβάλει και ο πωλητής θα παραμείνει πιστωτικός στον ΦΠΑ και θα αποφύγει να πληρώσει τον φόρο που θα αντιστοιχεί το κέρδος από τη συναλλαγή του. Κατάσταση «Win - Win», όπως λένε οι αγγλοσάξονες, με μοναδικό χαμένο τον Έλληνα φορολογούμενο.
Και σε αυτό το «κενό», η κυβέρνηση θα πρέπει βρει έναν τρόπο να ενθαρρύνει τις «λευκές» συναλλαγές και να αποθαρρύνει τις «μαύρες» συναλλαγές, προσφέροντας φορολογικά κίνητρα στον αγοραστή των προϊόντων ή των υπηρεσιών.
Παράλληλα, η κυβέρνηση θα πρέπει να αποδυναμώσει το επιχείρημα των πολιτών, ότι «οι μεγάλοι φοροδιαφεύγουν» και ότι το κράτος «κυνηγάει τους μικρούς». Και το κλασσικότερο παράδειγμα που ισχυροποιεί το συγκεκριμένο επιχείρημα, είναι αυτό της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου στο χώρο των καυσίμων. Κυβερνήσεις επί κυβερνήσεων έχουν εξαγγείλει την πάταξη της φοροδιαφυγής στον χώρο των καυσίμων, με πενιχρά αποτελέσματα στην πράξη.
Ελπίζουμε σήμερα με την ανακοίνωση της ΑΑΔΕ για την ίδρυση δύο νέων σωμάτων «ράμπο» για το λαθρεμπόριο και τη φοροδιαφυγή στον κλάδο των καυσίμων να αρχίσει να μπαίνει μια τάξη στο «κύκλωμα», το οποίο, όπως υπολογίζεται, αφαιρεί ετησίως από το Δημόσιο έσοδα ύψους 250 με 300 εκατ. ευρώ. Επιβαρύνοντας ισόποσα τους συνεπείς φορολογούμενους.
Το μότο «η μείωση της φοροδιαφυγής οδηγεί σε μείωση των φόρων», είναι ισχυρό επικοινωνιακό εργαλείο. Ακόμα πιο ισχυρό θα ήταν αν συνοδευόταν με το «σεβασμός στα χρήματα των φορολογουμένων». Διότι και η μείωση του αδηφάγου κράτους πρέπει να αποτελεί στόχο μιας κυβέρνησης που ασπάζεται τις αρχές της οικονομικής ελευθερίας. Η κυβέρνηση οφείλει να στοχεύσει και προς τις δυο κατευθύνσεις. Άλλωστε, η κυβέρνηση δεν διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, που είναι ένας εντελώς αποτυχημένος και παρωχημένος όρος. Διαχειρίζεται τα χρήματα των φορολογουμένων, όπως συνήθιζε να υποστηρίζει η Μάργκαρετ Θάτσερ.