Η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, πυροδότησε μια σειρά από οικονομικές εξελίξεις. Και οι περισσότερες από αυτές όπως διαπιστώνουμε, είτε αναβαθμίζουν το ρόλο της Κίνας στα τρέχοντα παγκόσμια οικονομικά δρώμενα, είτε τοποθετούν τον Κινεζικό παράγοντα με ιδιαίτερη βαρύτητα πάνω στις εξισώσεις, για τον σχεδιασμό του παγκόσμιου οικονομικού μέλλοντος. Όλοι οι αναλυτές, διερωτώνται το ρόλο που θα διαδραματίσει η Κίνα, στην πορεία του δολαρίου, του πετρελαίου, των βιομηχανικών πρώτων υλών, του εναλλακτικού τραπεζικού swift, της εξόρυξης – επεξεργασίας και διάθεσης σπάνιων γαιών, στην αποκατάσταση της εφοδιαστικής αλυσίδας, στον χειρισμό των δυτικών επενδύσεων στο κινεζικό έδαφος και στα κινεζικά χρηματιστήρια, και φυσικά στο ρόλο που θα διαδραματίσει στις γεωπολιτικές εξελίξεις.
Φέτος έκλεισαν πενήντα χρόνια από το άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα, που πραγματοποιήθηκε από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον. Και μετά από αυτά τα πενήντα χρόνια, η Κίνα αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο οικονομικό εταίρο της Δύσης. Με αποτέλεσμα, από τη μια πλευρά οι δυτικοί καταναλωτές να μην μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς τα κινεζικά προϊόντα και από την άλλη πλευρά οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τον κινεζικό παραγωγικό μηχανισμό, ακόμα και στον κρίσιμο τομέα της υψηλής τεχνολογίας.
Και αυτή η σχέση «εξάρτησης» της Δύσης από την Κίνα, αποτέλεσε το κόστος της παγκοσμιοποίησης. Διότι όπως αποδεικνύεται, διαφορετική στρατηγική ακολουθούσε η Δύση και διαφορετική η Κίνα. Η Δύση εστίαζε στο χαμηλό κόστος παραγωγής, ενώ αντίθετα η Κίνα εστίαζε στην αντιγραφή της τεχνολογίας και στην απόκτηση τεχνογνωσίας. Οπότε δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει η προχθεσινή απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης που ζήτησε από όλες τις κυβερνητικές υπηρεσίες και όλες τις επιχειρήσεις που ελέγχονται από το κινεζικό δημόσιο, να αντικαταστήσουν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που έχουν κατασκευαστεί από «ξένες» εταιρείες, όπως ανέλυσε εύστοχα στο χθεσινό του άρθρο, ο Σπύρος Αλεξόπουλος.
Ήδη εδώ και μια δεκαπενταετία ένας επενδυτικός θρύλος, όπως είναι ο Jim Rogers, που ήταν συνιδρυτής του Quantum Fund, είχε αναφέρει σε μια συνέντευξη του λίγο πριν αναχωρήσει για τη Σιγκαπούρη, ότι «αν ήσασταν έξυπνοι το 1807 θα μετακομίζατε στο Λονδίνο, εάν ήσασταν έξυπνοι το 1907 θα μετακομίζατε στη Νέα Υόρκη, και εάν είστε έξυπνοι το 2007, θα μετακομίσετε στην Ασία».
Εκ του αποτελέσματος, ο Jim Rogers, αποδείχτηκε ακριβέστατος. Σύντομα η Κίνα θα είναι η υπ’ αριθμόν 1 οικονομική δύναμη στον κόσμο. Θα ακολουθήσει η Ινδία, που θα προσπεράσει τις ΗΠΑ. Και στη 4η θέση θα αναδυθεί η Ινδονησία, η οποία θα εκτοπίσει τόσο την Ιαπωνία, όσο και τη Γερμανία. Η διατήρηση της τάσης αυτής. θα οδηγήσει στη δημιουργία μιας νέας διαφορετικής G7 που θα αποτελείται πιθανότατα από την Κίνα, την Ινδία, την Ινδονησία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία, το Μεξικό και την Τουρκία.
Μέχρι το 2030, υπολογίζεται ότι θα υπάρξει μια νέα αστική τάξη της τάξης των 3 δισ. στις χώρες της Ασίας και του Δυτικού Ειρηνικού. Η Κίνα και η Ινδία θα αντιπροσωπεύουν το 35% του παγκόσμιου πληθυσμού, καθώς και το 25% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Είναι φανερό ότι η οικονομική ισχύς μετατοπίζεται ανατολικά.
Το ίδιο συμβαίνει με τις επιστήμες, την τεχνολογία και την καινοτομία, που σε συνδυασμό με τους πλούσιους φυσικούς πόρους προσδίδουν ένα σχετικό προβάδισμα στις χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας. Αν συνυπολογίσουμε και τη στρατιωτική ισχύ των χωρών αυτών, που πλέον δε θα στηρίζεται μόνο στο πληθυσμιακό πλεονέκτημα, την ανάδειξη νέων στρατιωτικών, ναυτικών και πυρηνικών δυνάμεων, νέων διαστημικών και δορυφορικών παικτών, καθώς και νέων γεωπολιτικών συμμαχιών, τότε είναι φανερό, ότι οι σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες ταξιδεύουν προς την Άπω Ανατολή.
Ωστόσο, το τρέχον χρηματιστηριακό περιβάλλον των χωρών αυτών δεν είναι προς το παρόν φιλόξενο. Ένα πλήθος από δεσμεύσεις στα πλαίσια του κανονιστικού και ρυθμιστικού πλαισίου απέναντι στους ξένους επενδυτές, λειτουργεί αποτρεπτικά, καθώς αυξάνει το συστημικό ρίσκο. Επιπλέον, η απουσία λογοδοσίας στο εσωτερικό των περισσοτέρων από αυτές τις χώρες, αυξάνει τους κινδύνους, από τη λήψη μονομερών αποφάσεων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο, την απρόσκοπτη κίνηση κεφαλαίων, την προστασία των επενδύσεων κ.α.
Η παγκόσμια επενδυτική κοινότητα περιμένει με αγωνία τις κινήσεις χωρών όπως είναι η Κίνα και η Ινδία, στο οικονομικό πεδίο, με δεδομένο ότι η παράταση του πολέμου στην Ουκρανία, δημιουργεί νέες ισορροπίες που θα έχουν βάθος και διάρκεια. Οι κινήσεις αυτές, θα δείξουν αν η μετάβαση στις νέες συνθήκες θα είναι ομαλή ή ανώμαλη.