Την εκπληκτική βελτίωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στα στοιχεία του ΙΟΒΕ, επισημαίνει σε έκθεσή της η Eurobank. Υπενθυμίζεται ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ διαμορφώθηκε στις 107 μονάδες στο γ' τρίμηνο έναντι 100,7 μονάδες στο β' τρίμηνο, καταγράφοντας υψηλό 47 τριμήνων και τη μεγαλύτερη αύξηση των τελευταίων 15 τριμήνων.
Όπως σχολιάζει η Eurobank:
«Η βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος και των επί μέρους δεικτών εμπιστοσύνης το 3ο τρίμηνο 2019 αποτελούν ένα θετικό σημάδι για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2ο εξάμηνο 2019. Οι προσδοκίες που διαμορφώνουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις για την πορεία της οικονομίας στο μέλλον επηρεάζουν τις αποφάσεις τους στο παρόν. Όσο πιο μόνιμο χαρακτήρα έχουν οι εν λόγω προσδοκίες – προς το καλύτερο ή το χειρότερο για τη μελλοντική χρηματοοικονομική κατάσταση των ισολογισμών τους – τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο βαθμός επηρεασμού των αποφάσεών τους στο παρόν».
Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η περαιτέρω βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος και η μετέπειτα παραμονή του σε σχετικά υψηλά επίπεδα, θα εξαρτηθεί κυρίως από δύο παράγοντες, έναν εξωγενή και έναν ενδογενή.
Ο πρώτος σχετίζεται με τη χειροτέρευση των προσδοκιών για την πορεία της οικονομίας της Ευρωζώνης και της ΕΕ-28 (ο ΟΟΣΑ στην πρόσφατη ενδιάμεση οικονομική επισκόπηση που δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο 2019, αναθεώρησε επί τα χείρω τον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης της Ευρωζώνης στο 1,1% και 1,0% για τα έτη 2019 και 2020 αντίστοιχα) και το κατά πόσο δύναται να επηρεάσει – κυρίως μέσω του διαύλου των εξαγωγών άλλα και των αγορών χρήματος και κεφαλαίου – την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Ο δεύτερος συνδέεται με το κατά πόσο οι ασκούντες την οικονομική πολιτική θα μπορέσουν να πείσουν (μέσω της αξιοπιστίας, της χρονικής συνέπειας και της αποφυγής εκπλήξεων) τους οικονομικούς φορείς – εγχώριους και ξένους – ότι θα εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αλλαγής του μείγματος οικονομικής πολιτικής (π.χ. μείωση των φορολογικών συντελεστών) που θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ένα υψηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης υπό τους περιορισμούς της δημοσιονομικής σταθερότητας και της διατήρησης εξισορροπημένου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ή σχετικά μικρών ελεγχόμενων ελλειμμάτων».