Μπορεί οι Τούρκοι να γίνονται ολοένα και φτωχότεροι, όμως η Τουρκία θα καταφέρει να… απεξαρτηθεί από τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια, οι εξαγωγές θα εκτιναχθούν και η οικονομία θα ξανατρέξει με ρυθμούς άνω του 7%-8%, όπως συνέβη την περασμένη δεκαετία. Αυτός είναι ο στόχος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και γι’ αυτό έχει αποφασίσει να «ανεχτεί» την υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Παρ’ όλα αυτά, η στρατηγική του Τούρκου προέδρου έχει οδηγήσει ήδη στην επιβολή capital controls, ενώ ταυτόχρονα εγείρει και σημαντικούς κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Επισήμως, η Τουρκία δεν έχει επιβάλλει κάποιο καθεστώς capital controls, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα. Δεν έχει δηλαδή θέσει πλαφόν στις αναλήψεις από τις τράπεζες, δεν απαγορεύει το άνοιγμα λογαριασμού κλπ. Όμως στις 3 Ιανουαρίου, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας (CBRT) ανακοίνωσε ότι οι εξαγωγείς θα είναι υποχρεωμένοι να μετατρέπουν σε τουρκικές λίρες το 25% των εσόδων τους σε αμερικανικά δολάρια, ευρώ ή βρετανικές στερλίνες. Το συγκεκριμένο μέτρο αποτελεί έναν σαφή κεφαλαιακό περιορισμό και σηματοδοτεί την προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να αποτρέψει την πλήρη δολαριοποίηση της οικονομίας.
Αν ένα πράγμα έχει καταφέρει ο Ερντογάν τις τελευταίες εβδομάδες είναι να σταθεροποιήσει, σε σύγκριση με την υπερβολική μεταβλητότητα των περασμένων μηνών, την τουρκική λίρα, αν και σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Η ισοτιμία του τουρκικού νομίσματος με το αμερικανικό δεν έχει υποχωρήσει κάτω από τις 13 λίρες/δολάριο, μέσα στο 2022, αλλά και δεν έχει ξεπεράσει τις 14 λίρες/δολάριο.
Το λες και επιτυχία αν αναλογιστεί κανείς ότι η λίρα έφτασε να έχει υποτιμηθεί έως και 60% έναντι του δολαρίου μέσα στο 2021, ενώ καθημερινά εμφάνιζε διακυμάνσεις που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούσαν το 5%, φαινόμενο σπάνιο στην αγορά συναλλάγματος που παρατηρείται μόνο σε προβληματικές οικονομίες.
Ο Τούρκος πρόεδρος έχει την απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι ο παράγοντας που σταθεροποίησε την τουρκική λίρα». Μα, φυσικά, το νέο οικονομικό μοντέλο που παρουσίασε πριν λίγες εβδομάδες και έχει στόχο να οδηγήσει ξανά την τουρκική οικονομία σε ρυθμούς ανάπτυξης που θυμίζουν Κίνα.
Από την πλευρά τους, οι αναλυτές που παρακολουθούν τις εξελίξεις στην Τουρκία δεν συμφωνούν με τον Ερντογάν και εκτιμούν ότι με βάση το νέο οικονομικό μοντέλο που έχει υιοθετήσει η χώρα, η οικονομία θα συνεχίσει να λειτουργεί σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, που σημαίνει ότι η τουρκική λίρα δεν θα ανακάμψει σύντομα. Παράλληλα, η συγκεκριμένη στρατηγική θα αναγκάσει τις τουρκικές αρχές να επιβάλλουν ακόμη πιο αυστηρά capital controls και η οικονομία θα πρέπει να μάθει να ζει με υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό για αρκετό καιρό. Όλα αυτά, αυξάνουν τους κινδύνους τόσο για τη δημοσιονομική θέση της Τουρκίας, όσο και για τις τουρκικές τράπεζες.
Όπως τονίζει η Capital Economics, το νέο οικονομικό μοντέλο που προωθεί ο Ερντογάν, θέτει ευρύτερους στόχους μείωσης των επιτοκίων και ανοχής ενός αδύναμου νομίσματος, με απώτερο σκοπό να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της Τουρκίας και οι εξαγωγές της. Μία τέτοια εξέλιξη, θα οδηγούσε σε μείωση το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και θα περιόριζε την εξάρτηση της Τουρκίας στα ξένα κεφάλαια.
Όμως, ακόμα και αν η χώρα τρέχει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, συνεχίζει να χρειάζεται εισροές ξένων κεφαλαίων για να μετακυλήσει τα μεγάλα βραχυπρόθεσμα εξωτερικά χρέη, καθιστώντας ευάλωτη τη λίρα σε απότομες αλλαγές του κλίματος. Και ενώ οι τουρκικές τράπεζες μπορούν να διαχειριστούν τα κόκκινα δάνεια, οι μεγάλες καταθέσεις σε δολάρια αποτελούν ένα μεγάλο κίνδυνο.
Ο άνθρωπος που συνέταξε την έκθεση πάνω στην οποία βασίζεται το νέο οικονομικό μοντέλο του Ερντογάν, είναι ο επικεφαλής οικονομικός του σύμβουλος, Τσεμίλ Ερτέμ. Το κεντρικό μήνυμα του Ερτέμ είναι η οικονομική ανεξαρτησία, καθώς πιστεύει ότι είναι ανέφικτο μία χώρα να είναι οικονομικά ανεξάρτητη, ενώ εφαρμόζει πολιτικές υψηλών επιτοκίων ή τις προτάσεις του ΔΝΤ. Σύμφωνα με τον Ερτέμ, η πολιτική των υψηλών επιτοκίων έχει πυροδοτήσει έναν φαύλο κύκλο χαμηλών εξαγωγών, χαμηλής απασχόλησης, υψηλών εισαγωγών, αυξανόμενου εξωτερικού χρέους και έχει αναγκάσει την Τουρκία να εξαρτάται στα ξένα κεφάλαια, κάτι που απαιτεί υψηλά επιτόκια, κλείνοντας τον κύκλο.
Αυτό το οικονομικό μοντέλο, σημειώνει ο Ερτέμ, ανοίγει το δρόμο για οικονομικές επιθέσεις, εξαιτίας της εξάρτησης της χώρας στα ξένα κεφάλαια.
Προς… απογοήτευση του Ερτέμ, η Capital Economics πιστεύει ότι η στρατηγική του Ερντογάν κινδυνεύει να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Η εφαρμογή μέτρων για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50%, συμβάλλουν στη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, ενώ οι κεφαλαιακοί περιορισμοί συνήθως επηρεάζουν πολύ αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.
Παράλληλα, ο βρετανικός οίκος εκτιμά ότι τα μέτρα για την αποφυγή της δολαριοποίησης των καταθέσεων «μπλέκουν» νομισματικούς, δημοσιονομικούς και τραπεζικούς κινδύνους. Έτσι, αν η Τουρκία βιώσει μία νέα δραματική κατάρρευση του νομίσματος τα επόμενα χρόνια, το αποτέλεσμα θα είναι πολύ χειρότερο από όσα συνέβησαν σε αυτή την κρίση, ή στην κρίση του 2018.