Του Γιώργου Φιντικάκη
Στις προεκλογικές προσλήψεις ετοιμάζεται να βουλιάξει η κυβέρνηση τη ΔΕΠΑ που σαν άλλη Ολυμπιακή θα δει σύντομα το προσωπικό της να αυξάνεται κατά 400%, και μάλιστα κατά παράβαση του ΑΣΕΠ.
Σε μια εταιρεία δεμένη στα χρέη 130 εκατ. ευρώ του ομίλου Λαυρεντιάδη, και με τον πρώην επικεφαλής της να κατηγορείται για κακουργηματική απιστία, επιχειρείται η περαιτέρω απαξίωση της με αθρόες προεκλογικές προσλήψεις, εκτός ΑΣΕΠ, προσθέτοντας επιπλέον 150-200 εργαζόμενους στους υφιστάμενους 50.
Το κόλπο παράκαμψης του ΑΣΕΠ, που στο δρόμο προς τις κάλπες αποτελεί προσφιλή μέθοδο της κυβέρνησης, με ενδεικτική τη τροπολογία για προσλήψεις σε ΟΣΕ και ΟΑΣΘ, συνίσταται στην εξής «πατέντα»: Πρόσληψη των 200 ως αορίστου χρόνου στις θυγατρικές της ΔΕΠΑ, καθώς αυτό στην ίδια δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσω ΑΣΕΠ, παραμονή τους στη ΔΕΠΑ με «δανεισμό» από τις θυγατρικές, και εν συνεχεία μετατροπή τους σε μόνιμο προσωπικό αορίστου χρόνου, μετά την επικείμενη διάσπαση της εταιρείας σε εμπορία και υποδομές.
Σαν πρακτική η συγκεκριμένη κίνηση, θέτει προ των ευθυνών τους, αφενός τους μετόχους της ΔΕΠΑ, αφετέρου τη διοίκηση Δότση- Τζώρτζη της εταιρείας, όπως και τις διοικήσεις των θυγατρικών της εταιρειών, καθώς όλοι οι παραπάνω καλούνται να συναινέσουν σε προσχηματικές διαδικασίες μονιμοποίησης υπαλλήλων εκτός ΑΣΕΠ.
Είναι προφανές ότι οι προεκλογικές αυτές προσλήψεις θα απομειώσουν την αξία της ΔΕΠΑ, που βρίσκεται καθ''οδόν προς ιδιωτικοποίηση, και η οποία σταδιακά διολισθαίνει με ευθύνη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, από μια κερδοφόρα επιχείρηση, σε μια εταιρεία χρεών και πλεονάζοντος προσωπικού.
Τα 200 άτομα που θέλει να βολέψει ο υπουργός Ενέργειας Γ. Σταθάκης στην επιχείρηση, ανήκουν σε εργολαβικές εταιρείες με τις οποίες αυτή συνεργάζεται, και οι οποίοι μπροστά στο γενικότερο πάρτι προσλήψεων, διεκδικούν και εκείνοι την μονιμοποίησή τους. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα 200 αυτά άτομα θα μοιραστούν ισομερώς στη ΔΕΠΑ Εμπορίας και στη ΔΕΠΑ Υποδομών, τις δύο δηλαδή εταιρείες που πρόκειται να δημιουργηθούν, ενόψει του επικείμενου διαχωρισμού της, και στις οποίες θα απορροφηθούν οι σημερινές της θυγατρικές.
Δηλαδή η «Φυσικό Αέριο Αττικής», μια κερδοφόρος εμπορική εταιρεία που μέχρι πρότινος, πριν την εξαγοράσει η ΔΕΠΑ δούλευε με ιδιωτικό μάνατζμεντ και προφανώς δεν χρειάζεται επιπλέον προσωπικό, όπως επίσης η «Εταιρεία Διανομής Αερίου Αττικής» (δίκτυα Λεκανοπεδίου) και η «Δημόσια Επιχείρηση Δικτύων Διανομής Αερίου» (δίκτυα της υπόλοιπης Ελλάδας).
Το μοντέλο του διαχωρισμού
Ανεξαρτήτως πάντως των παραπάνω αχρείαστων προσλήψεων, εδώ και καιρό εγείρονται ερωτηματικά κατά πόσο είναι ορθολογικό το ίδιο το μοντέλο διαχωρισμού της ΔΕΠΑ που επέλεξε η κυβέρνηση, δηλαδή να σπάσει από μια ενιαία εταιρεία, με λειτουργικά κέρδη 25 εκατ ευρώ και ταμειακά διαθέσιμα 720 εκατ. ευρώ, σε δύο ξεχωριστές, τις ΔΕΠΑ Εμπορία και ΔΕΠΑ Υποδομών.
Στην περίπτωση του εμπορικού κομματιού, του οποίου η «προίκα» είναι αφενός τα μακροχρόνια συμβόλαια αερίου με Gazprom και Socar, αφετέρου η «Φυσικό Αέριο Αττικής», προβλέπεται ότι το Δημόσιο θα πουλήσει το 50,1%, αλλά θα κρατήσει το 14%, προκειμένου να διατηρεί έτσι το δικαίωμα βέτο σε θέματα ασφάλειας εφοδιασμού, άρα και διαμόρφωσης των τιμών στις συμβάσεις προμήθειας του αερίου.
Σε μια ωστόσο απελευθερωμένη αγορά, όπου υπάρχουν ήδη ιδιώτες οι οποίοι εισάγουν φορτία υγροποιημένου αερίου (LNG), το δικαίωμα βέτο του Δημοσίου, μπορεί να φέρει τον αυριανό ιδιοκτήτη της ΔΕΠΑ Εμπορίας σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της.
Στο σκέλος πάλι των υποδομών, όπου το Δημόσιο επέλεξε να διατηρήσει το 51% των δικτύων διανομής, η πρακτική που ακολουθείται σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης είναι αυτά να έχουν πάψει να ανήκουν στο κράτος, παρά να ελέγχονται από δημοτικές ή διαδημοτικές επιχειρήσεις, με το μάνατζμεντ να έχει εκχωρηθεί σε ιδιώτες.
Ερώτημα επίσης αποτελεί κατά πόσο το φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο της ΔΕΠΑ Υποδομών ύψους 380 εκατ ευρώ για την περίοδο 2019-2023, μπορεί να υλοποιηθεί, μόνο με τη χρηματοδότηση από τα υφιστάμενα μερίσματα ύψους 40 εκατ ευρώ, ετησίως. Ταυτόχρονα ουδείς διασφαλίζει ότι η νέα αυτή εταιρεία δεν θα εκτεθεί στις γνωστές παθογένειες των ελληνικών κρατικών επιχειρήσεων, όπως η αύξηση του προσωπικού, με χαρακτηριστική ένδειξη τους επιπλέον εργαζόμενους που ετοιμάζεται να της φορτώσει η κυβέρνηση.
Τα διεθνή έργα
Έτερος προβληματισμός αφορά το σκέλος των διεθνών έργων στα οποία συμμετέχει η ΔΕΠΑ. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ που είναι καθ' οδόν προς τη Βουλή, ΔΕΠΑ Υποδομών εντός τριών μηνών από την ολοκλήρωση του διαχωρισμού της, πρέπει μεταξύ άλλων να ιδρύσει νέα εταιρεία που θα δραστηριοποιείται στα διεθνή έργα και στην οποία θα εισφέρει την υφιστάμενη συμμετοχή της στην ελληνική εταιρεία ΠΟΣΕΙΔΩΝ. Το 50% ανήκει στη ΔΕΠΑ και το άλλο 50% στην ιταλική Edison.
Στο χαρτοφυλάκιο της ΠΟΣΕΙΔΩΝ, συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων ο ελληνοβουλγαρικός αγωγός αερίου IGB, και ο περίφημος αγωγός EastMed (Ισραήλ-Κύπρος-Ελλάδα), όπου σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η ΔΕΠΑ θα κληθεί σύντομα να εισφέρει κεφάλαια κάποιων δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Το ερώτημα λοιπόν εδώ είναι κατά πόσο η ΔΕΠΑ Υποδομών, λόγω ακριβώς των χαμηλών της μερισμάτων, θα έχει τη κεφαλαιακή επάρκεια προκειμένου να ακολουθήσει τον έτερο μέτοχο, την ιταλική Edison, στην υλοποίηση του παραπάνω επενδυτικού πλάνου, ώστε να παραμείνει ισοδύναμος ετέρος στη συγκεκριμένη εταιρεία.
Σημειωτέον ότι οι εταιρείες που συμμετέχουν στην ανάπτυξη διεθνών έργων υποδομής διασυνοριακού χαρακτήρα, όπως τα παραπάνω, είθισται να είναι είτε παραγωγοί υδρογονανθράκων, είτε μεγάλες εμπορικοί παίκτες (BP, ENI, Total, Statoil, Sonatrach κλπ.), είτε μεγάλοι διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς φυσικού αερίου (Transmission System Operators – TSOs), όπως οι SNAM, Fluxys, Endesa κλπ.
Κι αυτό γιατί όλα τα μεγάλα διεθνή έργα σαν αυτά που αναπτύσσει η ΔΕΠΑ, είναι εντάσεως κεφαλαίου και απαιτούν ισχυρούς μετόχους. Δύσκολα κανείς θα βρει προηγούμενα όπου βασικός μέτοχος μιας τέτοιας εταιρείας ήταν μια εταιρεία διανομής.