To «νούμερο ένα» πρόβλημα της ακρίβειας: Οι χαμηλοί μισθοί
Shutterstock
Shutterstock

To «νούμερο ένα» πρόβλημα της ακρίβειας: Οι χαμηλοί μισθοί

Οι καταναλωτές «βομβαρδίζονται» κάθε μήνα με στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού και την εξέλιξη των τιμών ειδικά στα αγαθά και στις υπηρεσίες που έχουν μεγάλη «βαρύτητα» στον οικογενειακό τους προϋπολογισμό. Αυτή την περίοδο βρίσκεται στο προσκήνιο το «χρυσό» ελαιόλαδο, οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων και φυσικά το ηλεκτρικό ρεύμα. Το προηγούμενο διάστημα κυριαρχούσαν τα στοιχεία για τις μεταβολές των τιμών στα τρόφιμα, πριν από αυτό τα καύσιμα κίνησης κ.ο.κ.

Εξωγενείς οι παράγοντες που σπρώχνουν την τιμή της κιλοβατώρας στο… Θεό αλλά ενδογενές το πρόβλημα της ακρίβειας σε σειρά τυποποιημένων προϊόντων ευρείας κατανάλωσης όπως αναμένεται να αποφανθεί επισήμως το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η Τράπεζα της Ελλάδας (σ.σ ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας έχει υποσχεθεί εδώ και μερικές ημέρες ότι θα δημοσιευτεί μελέτη για τα αίτια του πληθωρισμού στην Ελλάδα).

Χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας ο περιορισμένος ανταγωνισμός (σ.σ μετά τα διυλιστήρια και τις πολυεθνικές, μπήκαν τώρα στο κάδρο και οι ακτοπλοϊκές εταιρείες και μάλιστα με αναφορά του ίδιου του πρωθυπουργού) χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας οι συνεχείς αναταραχές που τελικώς καταλήγουν να επηρεάζουν και την τσέπη των νοικοκυριών.  

Χθες ανακοινώθηκε από την Eurostat ότι ο πληθωρισμός των τροφίμων συγκρατήθηκε στην Ελλάδα τον Ιούνιο στο 1%. Λέει αυτό κάτι στον καταναλωτή; Το μόνο που του λέει είναι ότι μπήκε φρένο στον ρυθμό αύξησης των τιμών στα ράφια των supermarket. Και ότι σε αρκετά αγαθά, καταγράφηκαν και κάποιες μειώσεις.

Όταν όμως φτάνεις στο ταμείο, αυτό που έχει σημασία είναι το τελικό ποσό που γράφει ο λογαριασμός και αυτό –σε ότι αφορά στα τρόφιμα– είναι πλέον αυξημένο κατά 29% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2021 όταν ξεσπούσε για πρώτη φορά η πληθωριστική κρίση. Πόσο αυξήθηκαν στο ίδιο διάστημα οι μισθοί;

Ο μέσος μισθός όχι περισσότερο από 16%. Άρα, εκεί εστιάζεται το πρόβλημα. Στο ότι οι μισθοί δεν «παρακολουθούν» τις ανατιμήσεις και αυτό σημαίνει πολύ απλά μείωση διαθέσιμου εισοδήματος. Και δεν είναι μόνο τα τρόφιμα. Χθες κυριάρχησε στην επικαιρότητα η επιδότηση στον λογαριασμό του ρεύματος. Το «δια ταύτα» είναι ότι μετά την επιδότηση, το πράσινο τιμολόγιο θα το πληρώνουμε (και μόνο αν συγκρατούμε την κατανάλωση στις 500 κιλοβατώρες) περίπου 14-15 λεπτά. Αν πάλι η κατανάλωση ξεπερνά τις 500 κιλοβατώρες, η χρέωση θα φτάνει και στα 20 λεπτά.

Πόσο είχε η κιλοβατώρα πριν την ενεργειακή κρίση; Από 5 έως 10 λεπτά. Άρα είμαστε αυτή τη στιγμή τουλάχιστον 50% πάνω σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, ποσοστό αύξησης πολλαπλάσιο σε σχέση με τη μεταβολή του εισοδήματος. Να βάλουμε στο καλάθι και τη δόση του στεγαστικού δανείου ή το ενοίκιο; Και αυτό αυξημένο σε ποσοστό πολλαπλάσιο του εισοδήματος είναι.

Με στέγαση, διατροφή και ηλεκτροδότηση, έχουμε φτάσει πάνω από το 65-70% του οικογενειακού εισοδήματος. Άρα εκεί εστιάζεται το πρόβλημα: στο ότι για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού, απαιτείται πλέον πολύ μεγαλύτερο «κομμάτι» του εισοδήματος σε σχέση με πριν από τρία χρόνια.

Για να αλλάξει αυτή η ισορροπία που προκαλεί –και εύλογα– την έντονη δυσαρέσκεια, κινήσεις μπορούν να γίνουν και στο σκέλος των δαπανών και στο σκέλος των εσόδων. Οι επιδοτήσεις στο ρεύμα θα περιορίσουν προσωρινά το πρόβλημα. Οι παρεμβάσεις της Επιτροπής Ανταγωνισμού θα ανοίξουν μια προοπτική αντιμετώπισης των ολιγοπωλιακών συνθηκών σε πολλά τμήματα της αγοράς αλλά αυτό θα αργήσει. Στο λάδι κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η παραγωγή για να διαμορφωθούν ανάλογα οι τιμές και σίγουρα δεν μπορεί κανείς να ποντάρει στο ότι θα πέσει η διεθνής τιμή του πετρελαίου ή ότι θα εξομαλυνθούν οι συνθήκες με τους Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα.

Ταχύτερα επομένως και απτά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν μόνο από το σκέλος της αύξησης των μισθών. Εκεί, μέχρι στιγμής έχουμε την κρατική παρέμβαση με την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 30% (στα όρια δηλαδή μεταβολής του δείκτη τιμών στα τρόφιμα και πάνω από τον γενικό πληθωρισμό) και την αύξηση των μισθών στο δημόσιο περίπου κατά 9-10%.

Εδώ όμως αρχίζουν τα δύσκολα: η αύξηση του κατώτατου μισθού εξαντλεί πλέον τη δυναμική της και το ζητούμενο είναι πλέον να μπει πιο δυνατά στο παιχνίδι ο ιδιωτικός τομέας και να αυξήσει τις αποδοχές και στις υπόλοιπες βαθμίδες. Όσο για το δημόσιο, ο προϋπολογισμός του 2025 δεν προβλέπει περαιτέρω αυξήσεις και είναι ένα ερώτημα αν κάτι τέτοιο θα προγραμματιστεί (στο πλαίσιο του πολυετούς προϋπολογισμού) για το 2026 ή αργότερα.