Έτοιμες να κηρύξουν τη νίκη στη μάχη κατά του πληθωρισμού και να μειώσουν τα επιτόκια, αρχής γενομένης από την Πέμπτη 6 Ιουνίου, όταν συνεδριάζει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, εμφανίζονται οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες. Όμως την ίδια ώρα, η πληθωριστική κρίση της περασμένης τριετίας αφήνει κληρονομιά μία άλλη κρίση που δυσκολεύει ακόμα και την επιβίωση για εκατομμύρια νοικοκυριά ανά την υφήλιο.
Η λεγόμενη κρίση κόστους ζωής αντανακλά στην ουσία τις επιπτώσεις της ακρίβειας και σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του 2023, αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία τη διετία 2023-2024. Διότι μπορεί οι πληθωριστικές πιέσεις να εξασθενούν, όμως οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται από τα ήδη υπερβολικά υψηλά επίπεδα που βρίσκονταν, επιβαρύνοντας το εισόδημα των νοικοκυριών. Ο κίνδυνος για την Ευρώπη είναι μεγάλος. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που οι χώρες-μέλη υποχρεωθούν να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας, η Ευρώπη κινδυνεύει με μία από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τι σημαίνει όμως η κρίση της ακρίβειας για την τσέπη των πολιτών; Συνυπολογίζοντας την εξέλιξη των τιμών, εκτιμάται ότι το μέσο νοικοκυριό της Ευρωζώνης χρειάστηκε το 2023 να δαπανήσει 1.200 ευρώ για να αποκτήσει αγαθά και υπηρεσίες που το 2019 κόστιζαν 1.000 ευρώ. Απλοποιημένα, λοιπόν, το κόστος ζωής αυξήθηκε κατά 20% σε περίπου τέσσερα χρόνια. Συγκριτικά, προϊόντα και υπηρεσίες αξίας 1.000 ευρώ το 2012, έφτασαν να κοστίζουν μόλις 1.091 ευρώ το 2021, επομένως το κόστος ζωής αυξήθηκε σε δέκα χρόνια κατά 9,1%.
Το παράδειγμα είναι χρήσιμο μόνο για να γίνει αντιληπτό το επίπεδο των ανατιμήσεων τα τελευταία χρόνια, καθώς ο χαμηλός πληθωρισμός της περασμένης δεκαετίας ήταν αποτέλεσμα και της κρίσης που βίωσε η Ευρωζώνη.
Θα πρέπει, επίσης, να ξεκαθαρίσουμε ότι είναι άλλο ο πληθωρισμός και άλλο η ακρίβεια. Ή για να το πούμε με άλλα λόγια, είναι διαφορετικό αυτό που εννοούν οι πολίτες όταν αναφέρονται στον πληθωρισμό τα τελευταία χρόνια από αυτό που εννοούν οι οικονομολόγοι και οι αναλυτές. Τυπικά, ο πληθωρισμός είναι ο δείκτης μεταβολής των τιμών σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όμως οι πολίτες με τον πληθωρισμό εννοούν την ακρίβεια στα τρόφιμα, στην ενέργεια και σε είδη πρώτης ανάγκης, μία συνθήκη που μειώνει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα.
Στην αρχή, το καλοκαίρι του 2021, ο πληθωρισμός αντιμετωπίστηκε ως ένα φαινόμενο προσωρινής αύξησης των τιμών, κυρίως εξαιτίας της επιστροφής των οικονομιών σε κανονικούς ρυθμούς μετά τα lockdown. Στη συνέχεια, οι πληθωριστικές πιέσεις εντάθηκαν εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Ο πληθωρισμός κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του 2022, όταν ανήλθε στο 10% στην Ευρώπη και στο 9,1% στις ΗΠΑ και τον τελευταίο χρόνο εξασθενεί προς τον στόχο του 2% που έχουν θέσει οι κεντρικές τράπεζες.
Μετά το πέρασμα της ενεργειακής κρίσης, το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στα τρόφιμα. Και αυτό είναι που καθιστά ακόμη μεγαλύτερο το πρόβλημα της τρέχουσας κρίσης. Σύμφωνα με την Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, οι παγκόσμιες τιμές τροφίμων υποχώρησαν το 2023 κατά περίπου 1% έναντι του 2021 και κατά 14% έναντι του 2022. Όμως σε σύγκριση με το 2019, οι τιμές των τροφίμων σήμερα είναι αυξημένες κατά 31%.
Είναι επομένως λογικό οι καταναλωτές να βιώνουν συνθήκες ακρίβειας, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που ανακοινώνονται κάθε μήνα στον δείκτη τιμών καταναλωτή, αφού η διαφορά στις τιμές με τα προ πανδημίας επίπεδα είναι πολύ μεγάλη, την ώρα που οι μισθοί δεν αυξήθηκαν το ίδιο. Επίσης, έχουμε ξαναπεί ότι η υποχώρηση του πληθωρισμού σημαίνει ότι οι τιμές συνεχίζουν να αυξάνονται αλλά με χαμηλότερο ρυθμό. Αν συνυπολογίσουμε και το πόσο επηρέασε τα εισοδήματα η ενεργειακή κρίση, τότε το πρόβλημα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, καθώς η παγκόσμια οικονομία δεν βρίσκεται σε φάση ισχυρής και ίσης ανάπτυξης.
Όσο για την αισχροκέρδεια τι να πει κανείς; Τα στοιχεία δείχνουν ότι πολλές εταιρείες συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται την άνοδο του πληθωρισμού, αυξάνοντας τις τιμές πολύ περισσότερο απ’ ότι θα έπρεπε. Στη Μ. Βρετανία, όπου η κρίση κόστος ζωής έλαβε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, πρόσφατη μελέτη του συνδικάτου Unite που ανέλυσε δεδομένα από σχεδόν 17.000 επιχειρήσεις, έδειξε ότι το μέσο περιθώριο κέρδους αυξήθηκε κατά 30% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι οι τιμές θα μπορούσαν να είναι πολύ χαμηλότερες.
Το θέμα τώρα είναι αν και κατά πόσο είναι εφικτό να πέσουν οι τιμές στα καθημερινά ψώνια των πολιτών. Η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει ότι οι τιμές των τροφίμων θα σημειώσουν σημαντική πτώση το 2024 και το 2025, λόγω των ευνοϊκότερων συνθηκών στο πεδίο της προσφοράς και της εξασθένησης του Ελ Νίνιο. Και ενώ είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να γίνονται αυστηροί έλεγχοι στην αγορά για φαινόμενα αισχροκέρδειας, μεγάλη πτώση στις… κανονικές τιμές χωρίς να σημειωθεί μεγάλη πτώση της ζήτησης, δύσκολα θα δούμε.