Οι 5+1 ασυμμετρίες της ελληνικής οικονομίας
Shutterstock
Shutterstock

Οι 5+1 ασυμμετρίες της ελληνικής οικονομίας

Ένα από τα θέματα που έχουν επανέλθει μετεκλογικά στη δημόσια συζήτηση για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας  - όπως πρόσφατα συζητήθηκε μεταξύ άλλων και στο ετήσιο 7ο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών - είναι και η επιτακτική ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου που θα στηρίζεται στη γνώση και την καινοτομία.

Στην κατεύθυνση αυτή, ένα από τα προβλήματα που αναδεικνύονται είναι και οι αρνητικές ασυμμετρίες και υστερήσεις στο παραγωγικό σύστημα που  θέτουν προσκόμματα στη βελτίωση της θέσης της ελληνικής παραγωγής στον διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ορισμένες από αυτές τις ασυμμετρίες (και τις συνδεδεμένες με αυτές υστερήσεις) είναι προφανείς και έχουν πολυσυζητηθεί, αλλά δεν έχουν αμβλυνθεί.

Πέρα από αυτές, υπάρχουν και άλλες «διαρθρωτικές παραγωγικές ασυμμετρίες και υστερήσεις»  που αν και έχουν εντοπισθεί παραμένουν δυσδιάκριτες και  δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί, με αποτέλεσμα ο μετριασμός τους να είναι ένα πιο πολύπλοκο εγχείρημα. Ενδεικτικά, θα αναφέρω ορισμένες από τις προφανείς, αλλά και από τις λιγότερο προφανείς ή/και αφανείς ασυμμετρίες. Ας ξεκινήσουμε από τις προφανείς ασυμμετρίες στον επιχειρηματικό τομέα της ελληνικής οικονομίας.  

Η πρώτη προφανής και πολυσυζητημένη ασυμμετρία αφορά το μέγεθος των επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνεται  στη σύνθεση του επιχειρηματικού τομέα της ελληνικής οικονομίας. Το πρόβλημα δεν είναι γενικώς η λειτουργία πολλών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ). Άλλωστε, ακόμη και στις μεγάλες και ισχυρές οικονομίες (ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ιαπωνία) ο αριθμός των ΜμΕ είναι μεγάλος και παίζουν σημαντικό ρόλο, με αρκετές από αυτές να έχουν πολύ καλές επιδόσεις. Το δικό μας πρόβλημα έγκειται στην πολύ μεγάλη αρνητική ασυμμετρία μεγέθους και δυνατοτήτων ανάμεσα σε ένα μεγάλο πλήθος (97.4% του συνόλου των επιχειρήσεων στην Ελλάδα έναντι 93% στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 28) πάρα πολύ μικρών  («νάνο») επιχειρήσεων με απασχόληση έως τέσσερα άτομα, αλλά και ατομικών επιχειρήσεων (αυτοαπασχολούμενοι ή με ένα άτομο).

Ταυτόχρονα, το πλήθος αυτό των νάνο/λιλιπούτιων επιχειρήσεων συνυπάρχει με ένα πολύ - πολύ μικρό αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων. Η συγκεκριμένη ανισορροπία - υπερβολικά πολλές «πολύ - μικρές» επιχειρήσεις συνυπάρχουν με υπερβολικά πολύ λίγες μεγάλες επιχειρήσεις στον  επιχειρηματικό τομέα - είναι ένα προφανές εμπόδιο στην αξιοποίηση της γνώσης, την  ανάπτυξη της καινοτομίας, την ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού και την προώθηση της καινοτόμου  επιχειρηματικότητας εντάσεως γνώσης. Ενδεικτικά, η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth» διαπιστώνει, ότι «η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από μικρές επιχειρήσεις με χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη αναπτυξιακή δυναμική, που συμπαρασύρουν προς τα κάτω τη γενική παραγωγικότητα». 

Η δεύτερη ασυμμετρία  συνδέεται με την καθυστερημένη ή/ και μη επιχειρηθείσα  αναδιάρθρωση και την κρίση παραγωγικής προσαρμογής του ελληνικού βιομηχανικού συστήματος σε ένα ανοιχτό και ανταγωνιστικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται μια υστέρηση  στην προσαρμογή ηγετικών τομέων και κλάδων, επιτυχημένων επιχειρήσεων και οργανισμών, στις ραγδαίες και πολλές φορές ριζικές εξελίξεις του τεχνολογικού, κοινωνικο-οικουμενικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιούνται.

Στο μέσο-οικονομικό  επίπεδο των κλάδων και των τομέων, η αναγκαία αναδιάρθρωση και η τεχνολογική και οργανωσιακή αναβάθμιση τους καθυστερούν ή αναβάλλονται, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα σχετικό κόστος, ενώ  και οι απώλειες παραγωγικών υποκειμένων (που ανακύπτουν από την καθυστέρηση) διογκώνονται. Για την ελληνική οικονομία χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι κλάδοι που δεν αναδιαρθρώθηκαν ούτε αναβαθμίστηκαν επαρκώς και έγκαιρα στην περίοδο 1975-1995.

Στο επίπεδο των μεμονωμένων επιχειρήσεων, οι παραδοχές στις οποίες στηρίχθηκε η δημιουργία και η λειτουργία  τους, σε πολλές περιπτώσεις δεν αντιστοιχούσαν πια στη νέα πραγματικότητα. Οι παραδοχές αυτές αναφέρονται στις αγορές (και την εξέλιξη του ανταγωνισμού)  στις οποίες επιδιώκουν να δραστηριοποιηθούν, στην επάρκεια της τεχνολογικής και οργανωτικής της εξέλιξης, στις κύριες ικανότητες και δεξιότητες που απαιτούνται για να εκπληρώσουν την αποστολή της, στον εντοπισμό των ισχυρών και αδύναμων πλευρών τους στις νέες συνθήκες και εντέλει στον βαθύτερο λόγο για τον οποίον οι δυνητικοί πελάτες τους (νοικοκυριά, οργανισμοί και επιχειρήσεις) είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για να αγοράσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ελληνική οικονομία είναι ορισμένες (αρκετές) μεγάλες οικογενειακές βιομηχανικές επιχειρήσεις, που δημιουργήθηκαν και πρωταγωνίστησαν στη δεκαετία του 1960, αλλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στην περίοδο 1975 - 1995. 

Η τρίτη ασυμμετρία αναφέρεται στον οικογενειακό χαρακτήρα πολλών επιχειρήσεων - που αφενός, δεν έχουν διαχωρίσει στη λειτουργία τους την ιδιοκτησία από τη διοίκηση και αφετέρου, δεν έχουν προετοιμάσει τη διαχείριση του προβλήματος διαδοχής - το οποίο δυστυχώς στην Ελλάδα ακολουθεί σε πολλές περιπτώσεις την κινεζική ρήση: «Η πρώτη γενιά των ιδρυτών δημιουργεί την οικογενειακή επιχείρηση, η δεύτερη την συνεχίζει και την αναπτύσσει και η τρίτη την καταστρέφει και τελικώς την κλείνει, καθώς οι απόγονοι δεν ενδιαφέρονται οι ίδιοι να εμπλακούν και να συνεχίσουν τη λειτουργία της».

Η τέταρτη ασυμμετρία αφορά τον κρίσιμο τομέα - ιδιαίτερα στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης και της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης - της εκπαίδευσης/κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού, που με τη σειρά του οδηγεί σε μιαν αμφίδρομη αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας. Παράγοντες που συντελούν σε αυτή την αδυναμία είναι μεταξύ άλλων: η συρρικνωμένη παρουσία της τεχνικής - επαγγελματικής εκπαίδευσης (μέσης και ανώτερης) στο εκπαιδευτικό σύστημα, η μειωμένη ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση (ακόμη και στις οργανωμένες επιχειρήσεις), η μειωμένη οργανική ενσωμάτωση  της πρακτικής άσκησης στο πρόγραμμα σπουδών των πανεπιστημίων και των πολυτεχνείων. Γενικότερα, η ενδυνάμωση και η συστηματοποίηση της συνεργασίας των πανεπιστημίων και των πολυτεχνείων με τις επιχειρήσεις, αλλά και με τους δημόσιους οργανισμούς μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση.

Η πέμπτη ασυμμετρία αφορά τη σχέση της αξιοσημείωτης ερευνητικής δραστηριότητας και παρουσίας των ερευνητικών ομάδων των ελληνικών πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο έρευνας, με την - παραδόξως! - μειωμένη αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων  από τους φορείς του εγχώριου παραγωγικού συστήματος. 

Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, είναι η έκτη ασυμμετρία που είναι ο συνήθης ελλιπής συντονισμός των επιμέρους διαρθρωτικών πολιτικών με την ασκούμενη μακροοικονομική πολιτική. Και στο σημείο αυτό, πρέπει να υπογραμμιστεί η έννοια του συστήματος δημόσιων πολιτικών, που είναι αναγκαία και μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δημιουργική.

*Ο Γιάννης Καλογήρου είναι Ομότιμος Καθηγητής Τεχνολογικής Οικονομικής και Βιομηχανικής Στρατηγικής του ΕΜΠ.