Ηχηρή προειδοποίηση πως η ανεπαρκής ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πορεία της ελληνικής οικονομίας, απηύθυνε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην έκθεση που παρουσίασε επί αθηναϊκού εδάφους για την κατάσταση και τις προοπτικές της Ελλάδος.
Ο ΟΟΣΑ ο οποίος προβλέπει ανάπτυξη 2% εφέτος για τη χώρα μας και περαιτέρω επέκταση 2,3% το 2019, προειδοποιεί στην έκθεσή του πως αυτή η αναπτυξιακή δυναμική είναι εκτεθειμένη σε βασικούς κινδύνους.
Ο πρώτος κίνδυνος είναι μια ενδεχόμενη μικρή αναδιάρθρωση του χρέους. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο ΟΟΣΑ, μια ανεπαρκής αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα οδηγούσε σε χαμηλότερη δυνητική ανάπτυξη και σε μικρότερη ανθεκτικότητα έναντι των οικονομικών κρίσεων και θα έβλαπτε τη βιωσιμότητα του χρέους αυξάνοντας τη πολιτική αβεβαιότητα σε «αποσταθεροποιητικά επίπεδα». Αυτή η αναφορά αποτυπώνει συνοπτικά το πόσο επιζήμια θα είναι για την Ελλάδα μια ενδεχόμενη αποτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να αποσπάσει από τους δανειστές τις απαραίτητες λύσεις για τη μείωση του φορτίου του χρέους που έχει ανάγκη η χώρα.
Ο δεύτερος κίνδυνος για τον οποίο προειδοποιεί ο ΟΟΣΑ σχετίζεται με τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις στην περιοχή της Μεσογείου και την αυξανομένη εισροή προσφύγων στην Ελλάδα. Όπως σημειώνει, μια ενδεχόμενη νέα μεγάλη εισροή προσφύγων προς την Ελλάδα θα συνεπαγόταν πρόσθετα οικονομικά βάρη, θα έβλαπτε την τουριστική βιομηχανία και θα προκαλούσε κοινωνικές εντάσεις. Βεβαίως η συγκεκριμένη ανησυχία του ΟΟΣΑ δεν είναι αυθαίρετη και παρόμοιους φόβους εκφράζει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο τρίτος κίνδυνος που βλέπει για την Ελλάδα ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης σχετίζεται με μια νέα επιδείνωση των συνθηκών για τις τράπεζες ως απότοκο της επίμονης χαμηλής ανάπτυξης και του υψηλού δημόσιου χρέους. «Μια συστημική κρίση θα οδηγούσε σε μεγάλες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, τις οποίες ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε να μην είναι πρόθυμος να χρηματοδοτήσει», σημειώνει χαρακτηριστικά ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του. Αυτή η παρατήρηση έρχεται να πέσει σαν «σκιά» τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες σύμφωνα με πληροφορίες ξεπέρασαν με επιτυχία το εμπόδιο των stress test.
Σύνταξη... στα 71!
Δεδομένου ότι η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί για τον ΟΟΣΑ προϋπόθεση για να υπάρξει διατηρήσιμη ανάπτυξη, πολιτική σταθερότητα και εύρωστο τραπεζικό σύστημα ο Οργανισμός προτείνει μια τριπλή στρατηγική για την απομείωση του βάρους του χρέους. Αρχικά τάσσεται υπέρ της πρόσθετης διευθέτησης του χρέους από τους Ευρωπαίους δανειστές με το «κλείδωμα» σε χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων των δανείων του επισήμου τομέα (GLF,EFSF και ESM). Στην ίδια βάση θεωρεί πως η Ελλάδα θα πρέπει να είναι συνεπής στην επίτευξη μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Ως τρίτο συστατικό της ελάφρυνσης του χρέους ο ΟΟΣΑ προτείνει τη δρομολόγηση πρόσθετων μεταρρυθμίσεων για την αύξηση του ΑΕΠ.
Και εδώ οι προτάσεις του Οργανισμού μάλλον δεν είναι ευχάριστες. Ανάλυση που εμπεριέχεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ αναφέρει πως ένα «εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» θα έπρεπε να περιλαμβάνει την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά τέσσερα έτη έως το 2030, δηλαδή από τα 67 στα 71 έτη! Κατά τον Οργανισμό αυτή η παρέμβαση θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 4% έως το 2030 και κατά 10,4% έως το 2060.
Ακόμη μεγαλύτερη επίπτωση στο ΑΕΠ θα είχαν σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ γενναίες διαρθρωτικές αλλαγές που θα εμπέδωναν το «κράτος δικαίου» στη δημόσια διοίκηση και στη δικαστική λειτουργία. Σε μια τέτοια περίπτωση ο ΟΟΣΑ θεωρεί πως το ΑΕΠ θα εκτινασσόταν. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως το ΑΕΠ θα μπορούσε μέσα από αυτές τις μεταρρυθμίσεις να αυξηθεί κατά 5,7% έως το 2030 και κατά 25,6% έως το 2060!
Σύμφωνα με μια άλλη πρόταση του ΟΟΣΑ, εάν η Ελλάδα μέσα από στοχευμένες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων μειώσει τους φραγμούς που αντιμετωπίζουν οι εγχώριες επιχειρήσεις στα επίπεδα του Βελγίου, τότε αυτό θα ήταν αρκετό για να τροφοδοτήσει το ΑΕΠ κατά 2,7% έως το 2030 και κατά 6% έως το 2060.
Ο ΟΟΣΑ υποστηρίζει ακόμη πως εάν οι δαπάνες για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης στην Ελλάδα (ανά άνεργο, ως ποσοστό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ) αυξάνονταν από 6,72% σήμερα σε 15% το 2020 και στη συνέχεια στο 25% το 2020, αυτή η παρέμβαση θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 1,4% έως το 2030 και κατά 2,6% έως το 2060.
Ομοίως εάν οι δαπάνες για τα οικογενειακά επιδόματα αυξάνονταν από το 0,25% του ΑΕΠ σήμερα, στο 0,75% του ΑΕΠ το 2025, η πολιτική αυτή θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 0,9% έως το 2030 και κατά 1,5% έως το 2060.
Φωτογραφία: Intimenews