Το Μάθημα 30 της ενότητας 5 του β’ τεύχους του βιβλίου Μαθηματικών Β’ Δημοτικού, έχει τίτλο «Μοιράζομαι δίκαια με τους φίλους μου». Το πρώτο μέρος του μαθήματος (σελ. 8) αφιερώνεται στο να διδάξει στα παιδιά τη διαίρεση μίας ποσότητας σε ίσα μέρη. Αμέσως μετά (σελ. 9), η πρώτη άσκηση ζητά από τους μαθητές να μοιράσουν δίκαια 15 αχλάδια σε 5 παιδιά, υπονοώντας ότι «δίκαιη μοιρασιά» είναι αυτή που μοιράζει τα αχλάδια σε ίσα μέρη. Και κάπως έτσι μυούμε από πολύ νωρίς στον σοσιαλισμό ανεξαιρέτως όλα τα ελληνόπουλα!
Η πράξη της διαίρεσης είναι σχετικά εύκολη υπόθεση, η δικαιοσύνη όμως είναι πολύ πιο σύνθετη έννοια και μόνον οι κομμουνιστές την ταυτίζουν με τη διαίρεση σε ίσα μέρη! Το πρόβλημα είναι ότι σπάνια προβληματιζόμαστε επάνω στον ορισμό της, με αποτέλεσμα ο καθένας να την ορίζει με βάση το δικό του αξιακό σύστημα και το δικό του θυμικό.
Κι επειδή στη δημοκρατία το θυμικό της πλειοψηφίας συχνά γίνεται νόμος, καταλήγουμε σε αποφάσεις – εν προκειμένω για τη φορολογική δικαιοσύνη – οι οποίες ούτε παραγωγικές αλλά ούτε και δίκαιες είναι! Την αυθαιρεσία της πλειοψηφίας βεβαίως στις δημοκρατίες δυτικού τύπου κανονικά τις περιορίζει το Σύνταγμα, που όμως συχνά παρερμηνεύουμε.
Τι λέει λοιπόν το ισχύον Σύνταγμα; Λέει πως (άρθρο 4) 1. Oι Έλληνες είναι ίσoι ενώπιoν τoυ νόμoυ. 2. Oι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχoυν ίσα δικαιώματα και υπoχρεώσεις και 5. Oι Έλληνες πoλίτες συνεισφέρoυν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλoγα με τις δυνάμεις τoυς. Η λέξη «ανάλογα» προέρχεται από τη μαθηματική έννοια των «ίσων λόγων» ή αλλιώς των ίσων πηλίκων μεταξύ διαφορετικών ζευγαριών ποσοτήτων. Για παράδειγμα, η διαίρεση 1000 : 100 έχει πηλίκο (ή αλλιώς λόγο) το 10.
Τον ίδιο λόγο έχει και η διαίρεση 400 : 40. Αν δηλαδή η δυνατότητα οικονομικής συνεισφοράς κάποιου στα δημόσια βάρη είναι 1000 μονάδες και αυτός συνεισφέρει 100, η συνεισφορά αυτού που έχει δυνατότητα οικονομικής συνεισφοράς 400 μονάδες πρέπει να είναι, βάσει του Συντάγματος ανάλογη, δηλαδή 40! Με άλλα λόγια, αφού πρώτα ορίσουμε την έννοια της δυνατότητας οικονομικής συνεισφοράς, το Σύνταγμα προτάσσει έναν ενιαίο συντελεστή φορολόγησης ώστε η οικονομική συνεισφορά στα δημόσια βάρη να είναι αναλογική!
Αν, αντίθετα, ο συντελεστής δεν είναι ίδιος για όλους αλλά «προοδευτικός» - που χωρίζει αυθαίρετα τους πολίτες σε φορολογικά κλιμάκια – τότε ο νόμος ξεφεύγει από τις προβλέψεις του Συντάγματος. Η καμπύλη «φοροδοτική ικανότητα vs συνεισφορά στο κοινό ταμείο» παύει να είναι αναλογική (κόκκινη γραμμή) και γίνεται εκθετική (μπλε και πράσινη γραμμή – τα ποσά στην παρακάτω εικόνα είναι αυθαίρετα).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, και με βάση τον τρόπο που φορολογούνται οι Έλληνες σήμερα, ο λεγόμενος πιο δίκαιος φόρος (ο φόρος εισοδήματος) είναι στην πραγματικότητα όχι μόνο άδικος αλλά και υπολογισμένος με αντισυνταγματικό τρόπο! Οι δε δήθεν πιο άδικοι φόροι (οι έμμεσοι φόροι) είναι τελικά οι πιο δίκαιοι, αφού κατανέμονται ΑΝΑΛΟΓΑ με την κατανάλωση άρα και τον πραγματικό πλούτο του καθενός (δες τελευταία παράγραφο).
Πριν εμβαθύνουμε περισσότερο στους όρους «πλούτος» και «δυνατότητα οικονομικής συνεισφοράς στο κοινό ταμείο» ας αναρωτηθούμε γιατί το θυμικό της πλειοψηφίας τείνει να χαρακτηρίζει την εκθετική φορολόγηση «δίκαιη». Μέρος της απάντησης δίδεται στην αρχή αυτού του άρθρου: έτσι μας μαθαίνουν να ορίζουμε το δίκαιο στο σχολείο! Ένα άλλο μέρος αφορά στο φθόνο μας απέναντι σε όποιον ζει τη ζωή του ευκολότερα από εμάς.
Το αφήγημα που κυκλοφορεί εστιάζει στο ότι οι φτωχότεροι δυσκολεύονται περισσότερο να καλύψουν το μερίδιο φόρου που τους αναλογεί σε σχέση με τους πλουσιότερους. Κι ενδόμυχος πόθος των πρώτων είναι να δυσκολεύονται και οι δεύτεροι το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο με αυτούς! Ζητούμενο δηλαδή της φτωχότερης πλειοψηφίας δεν είναι να συνεισφέρουν οι πλουσιότεροι ανάλογα στο κοινό ταμείο αλλά να δυσκολευτούν ανάλογα στην πληρωμή του μεριδίου τους! Εστιάζουν στο ποσοστό δυσκολίας και όχι στο ποσοστό συνεισφοράς!
Όμως τους φόρους δεν τους βάζουμε για να βασανίσουμε εξίσου τους πολίτες! Δεν είναι εμπόδιο που πρέπει αναλογικά να μας δυσκολεύει! Είναι απλώς συνταγματική υποχρέωση για την οικονομική στήριξη της πολιτείας, στην οποία υποχρέωση ευλόγως ένας πλουσιότερος ανταποκρίνεται ευκολότερα, με τον ίδιο τρόπο που ένας ψηλότερος δρομέας πηδάει ευκολότερα τα εμπόδια σε έναν αγώνα δρόμου μετ’ εμποδίων!
Αν θεωρήσουμε πως δίκαιη είναι η «ίση δυσκολία» τότε στους αγώνες δρόμου θα έπρεπε τα εμπόδια σε κάθε διάδρομο να έχουν ύψος ανάλογο του ύψους κάθε αθλητή! (Ένας ψηλός αθλητής να πηδά ψηλά εμπόδια και ένας κοντός αθλητής να πηδά εμπόδια αναλόγως κοντά). Και η επίδοση εκάστου αθλητή σε οποιοδήποτε άθλημα να διαιρείται π.χ. δια της μυϊκής του μάζας, για να δούμε τελικά ποιος προσπάθησε και ποιος πόνεσε περισσότερο για να τα καταφέρει! (αν π.χ. είσαι ακοντιστής με 40 κιλά μυϊκή μάζα και ρίχνεις το ακόντιο στα 40 μέτρα να θεωρείται ότι ισοβάθμησες με έναν ακοντιστή που έχει 35 κιλά μυϊκής μάζας που έριξε το ακόντιο στα 35 μέτρα).
Εδώ ακριβώς όμως είναι η ουσία του πράγματος: αν κάθε φορά που αθλείσαι και αυξάνεις τη μυϊκή σου μάζα αυξάνει και το απαιτούμενο από εσένα όριο για τη νίκη, τότε γιατί να την αυξήσεις; Γιατί να κοπιάσεις και γιατί να προπονηθείς; Σε οικονομικούς όρους, γιατί να παράγεις περισσότερο αν είναι να συνεισφέρεις δυσανάλογα περισσότερο και τελικά να δυσκολεύεσαι σχεδόν το ίδιο με πριν;
Δεν είναι προφανές ότι εκτός από άδικο αυτό είναι και αντιπαραγωγικό; Πλούσιος επιδιώκεις να γίνεσαι ακριβώς για να ζεις διαρκώς και πιο εύκολα, όχι για να κερδίζεις περισσότερα διατηρώντας όμως περίπου τον ίδιο βαθμό δυσκολίας της ζωής σου! Και είναι συμφέρον για κάθε οικονομία οι πολίτες να επιδιώκουν να γίνονται όλο και πλουσιότεροι! (Στις σοσιαλιστικές κοινωνίες αντίθετα, τα οφέλη από το να παράγεις περισσότερο πλούτο ήταν από ασθενικά έως ανύπαρκτα, γι’ αυτό και οδηγήθηκαν όλες μηδεμίας εξαιρουμένης σε οικονομική παρακμή και κατάρρευση).
Μένει να ορίσουμε τώρα ποιον θεωρούμε πλούσιο για να συμφωνήσουμε και για τους έμμεσους φόρους. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο πλούτος πρέπει κυρίως να συνεπάγεται (άρα ο υπολογισμός του να σχετίζεται με) την πλούσια διαβίωση. Ένας άνθρωπος που κατέχει πολλά, τα οποία όμως αδυνατεί να χρησιμοποιήσει για τη διαβίωσή του, δεν μπορεί να θεωρείται πλούσιος.
Αν έχεις μηδενικό εισόδημα (άρα δεν έχεις λεφτά για να ξοδέψεις) και απλώς έχεις κληρονομήσει π.χ. ένα μεγάλο και ακριβό σπίτι αλλά καθόλου ρευστό, δεν μπορεί να λογίζεσαι και να φορολογείσαι ως πλούσιος. Αν τα κεφάλαιά σου είναι επενδυμένα σε ακίνητα που δεν παράγουν εισόδημα ή αν έχεις εισόδημα που όμως αδυνατείς (π.χ. για ψυχολογικούς λόγους όπως η τσιγγουνιά) να ξοδέψεις, τότε δεν ζεις πλούσια αλλά φτωχά!
Πραγματικά πλούσιος δεν είναι αυτός που κατέχει πολλά αλλά αυτός που ξοδεύει πολλά! Πριν ξοδευτεί το εισόδημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά «υποσχέσεις κατανάλωσης» οι οποίες όμως μπορεί να μην εξαργυρωθούν ποτέ! Υπό την έννοια αυτή, το ύψος των καταναλωτικών μας εξόδων αντικατοπτρίζει με περισσότερη ακρίβεια τον πραγματικό χαρακτήρα της διαβίωσης μας, άρα και του πραγματικού πλούτου μας.
Κι έτσι ο σταθερός και ενιαίος φόρος στην κατανάλωση καθίσταται εγγύηση δίκαιης φορολόγησης, βάσει των προβλέψεων του Συντάγματος. Επιπλέον, είναι ένας φόρος που συνδέεται με τη χαρά (αγορά καταναλωτικών αγαθών) και που εισπράττεται ευκολότερα από κάθε άλλον φόρο.
*Ο Γ. Καραβάνας είναι Μορ. Βιολόγος