Πολύ πριν από την εξάπλωση του κορονοϊού, η ελληνική κυβέρνηση εκτιμούσε ανάπτυξη 2,8% για το 2020. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, αυτή η εκτίμηση δεν έχει επικαιροποιηθεί.
Στα μέσα Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λαμβάνοντας, εν μέρει υπόψιν και την επιδημία, εκτίμησε 2,4% ανάπτυξη για την Ελλάδα. Όλα αυτά προτού ο ιός κάνει την εμφάνιση του στην Ιταλία και κατόπιν στην Ελλάδα. Σήμερα, οι διεθνείς οίκοι «ψαλιδίζουν» τις εκτιμήσεις τους για την διεθνή οικονομία από ανάπτυξη 3,1% σε 2,8% το 2020, ενώ για την Ευρωζώνη οι προβλέψεις μειώνονται από 1% σε 0,6%.
Σίγουρα η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει επιβράδυνση το μέγεθος της οποίας θα εξαρτηθεί (και) από τον φόβο που θα προκαλέσει στον Έλληνα καταναλωτή η αύξηση των κρουσμάτων της επιδημίας στην Ελλάδα.
Ένας σχετικά γρήγορος τρόπος αποτίμησης της κατάστασης έχει να κάνει με τους παράγοντες που επηρεάζουν την ελληνική ανάπτυξη. Σημειώνω λοιπόν τα ακόλουθα:
Η ελληνική οικονομία επηρεάζεται θετικά από την διεθνή ζήτηση (την οποία προσεγγίζω από την ανάπτυξη στον ΟΟΣΑ) και αρνητικά τόσο από την αύξηση του spread μεταξύ του 10ετούς ελληνικού ομολόγου και του αντίστοιχου γερμανικού (ως μέτρο επενδυτικής αβεβαιότητας) όσο και από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου.
Εκείνο το οποίο πρέπει να σημειώσω είναι ότι το «ειδικό βάρος» της διεθνούς ανάπτυξης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας υπερβαίνει το «ειδικό βάρος» του spread το οποίο, με τη σειρά του, υπερβαίνει το «ειδικό βάρος» της τιμής του πετρελαίου.
Ήδη, η τιμή πετρελαίου έχει απωλέσει περίπου 16% από την αρχή του έτους, ενώ το ελληνικό spread υπερέβη το 1,66% που είχε καταγράψει στις αρχές του 2020.
Εκείνο, όμως, που κρατάμε είναι ότι η απώλεια περίπου μισής ποσοστιαίας μονάδας στην διεθνή ανάπτυξη θα μειώσει τον ελληνικό ρυθμό ανάπτυξης κατά περίπου 0,4 ποσοστιαία μονάδα.
Άρα, ελλείψει πανικού στο εσωτερικό, λογικό είναι να περιμένουμε ότι η ανάπτυξη, είτε του 2,8% (που περιμένει το οικονομικό επιτελείο), είτε του 2,4% που περιμένει η Ε.Ε., θα μειωθεί κατά 0,4%, ήτοι, θα κυμανθεί μεταξύ του 2% με 2,4%.
Βέβαια, οι οικονομολόγοι, (εμείς δηλαδή) δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια το τι μέλλει γενέσθαι. Κατά την επίσκεψη μας στον...οδοντίατρο, δεν έχουμε απαίτηση να προβλέψει ο ειδικός πόσο γρήγορα ένα δόντι θα χρειασθεί «σφράγισμα».
Αυτό, όμως, το οποίο περιμένουμε από τον οδοντίατρο είναι μας προτείνει τρόπους στοματικής υγιεινής και να επέμβει, με επιτυχία, όταν το σφράγισμα καταστεί αναγκαίο.
Με το ίδιο σκεπτικό, ίσως, δεν θα έπρεπε να ζητάμε από τους οικονομολόγους να προβλέψουν με ασφάλεια τις οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού αλλά να προτείνουν τι πρέπει να γίνει έτσι ώστε να στηριχθεί η οικονομία. Η ΕΚΤ σκέπτεται να μειώσει τα επιτόκια για να στηριχθεί η οικονομία της Ευρωζώνης.
Ήδη σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, περαιτέρω μείωση στα επιτόκια μπορεί, σε μικρό βαθμό, να τονώσει κάπως την οικονομία. Δεν θα περιορίσει, όμως, είτε την περαιτέρω εξάπλωση του ιού, είτε τον πανικό που αυτός μπορεί να προκαλέσει...
ΥΓ: Καθώς τα επιτόκια (νομισματικής) πολιτικής παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά, το βάρος για την στήριξη της οικονομίας θα πρέπει να μετατοπισθεί στην δημοσιονομική πολιτική. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήδη εφαρμόζει μεγάλη μείωση του συντελεστή φορολογίας επιχειρήσεων. Συνεπώς, η αντιμετώπιση των επιπτώσεων της επιδημίας θα μπορούσε να λάβει χώρα μέσω της μείωσης του ΦΠΑ. Πόσο εφικτό καθίσταται αυτό εάν υποθέσουμε ότι η επιδημία θα έχει ήδη «χτυπήσει» την παραγωγική διαδικασία τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας;