Ο νέος επικεφαλής του γερμανικού οίκου αξιολόγησης Scope Ratings, αρμόδιος για την αξιολόγηση της Ελλάδας, μιλάει στο Liberal για τους παράγοντες που θα οδηγήσουν την ελληνική οικονομία στην κορυφαία κατηγορία αξιολογήσεων και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάπτυξη μετά το 2022. «Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας είναι για ρυθμό της τάξης του 1% ετησίως, εξαιτίας παραγόντων όπως το δημογραφικό», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Ο Ντένις Σεν, υποστηρίζει ότι τα ελληνικά ομόλογα πρέπει να συμμετέχουν μόνιμα στα προγράμματα αγορών και στις πράξεις χρηματοδότησης της ΕΚΤ, τονίζοντας ότι η απόφαση που θα λάβει το διοικητικό συμβούλιο της τους επόμενους μήνες για το καθεστώς που θα ισχύσει μετά τον ερχόμενο Μάρτιο θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην αναβάθμιση της Ελλάδας. Ο ίδιος αποδίδει τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της Ελλάδας μέσα στην πανδημία στις πολιτικές που εφάρμοσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και στη βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ.
Γνωρίζω καλά ότι δε σχολιάζετε τις μελλοντικές αποφάσεις της Scope, ωστόσο ο δικός σας οίκος αξιολόγησης δίνει την υψηλότερη αξιολόγηση στην Ελλάδα (ΒΒ+), μόλις μία βαθμίδα από το «investment grade». Γι’ αυτό πρέπει να ρωτήσω, πόσο πιθανό είναι να δούμε την πολυπόθητη αναβάθμιση μέσα στο 2022;
Είναι αλήθεια ότι λόγω ρυθμιστικών περιορισμών δεν μπορούμε να σχολιάσουμε μελλοντικές αναβαθμίσεις ή υποβαθμίσεις. Όπως σωστά είπατε αναβαθμίσαμε την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο σε «ΒΒ+» και πλέον η αξιολόγηση της χώρας απέχει μόλις μία βαθμίδα από την «επενδυτική βαθμίδα». Είμαστε ο πρώτος οίκος αξιολόγησης που επανέφερε την αξιολόγηση της Ελλάδας σε αυτό το επίπεδο. Τώρα, όσον αφορά τους παράγοντες που παρακολουθούμε στο εξής και μπορούν να επηρεάσουν την αξιολόγηση της χώρας, αυτοί εν μέρει σχετίζονται με τις αποφάσεις που θα λάβει η Ελλάδα αλλά και εν μέρει με τις κινήσεις που θα γίνουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Τα πεδία τα οποία ελέγχει η Ελλάδα είναι η εφαρμογή της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της κυβέρνησης, η βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης, η μείωση των NPLs, η βελτίωση της κεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος, η μείωση του δημόσιου χρέους κ.ά. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, βλέπουμε ήδη ότι βρίσκεται σε σημείο καμπής και εισέρχεται ξανά σε πτωτική τροχιά. Πρέπει ωστόσο να δούμε ότι θα διατηρηθεί σε πτωτική τροχιά σε αυτό το ιδιαίτερα αβέβαιο περιβάλλον που διαμορφώνεται μετά την κρίση.
Υπάρχουν και οι παράγοντες που είναι εκτός ελέγχου της Ελλάδας και αναμένεται να επηρεάσουν την αξιολόγησή της και την αναβάθμισή της από την βαθμίδα ΒΒ+. Αυτοί συνδέονται με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Ένωση,. Συνδέονται με τη νομισματική και τη δημοσιονομική πολιτική της Ευρώπης.
Φυσικά, οι προοπτικές της αξιολόγησης της Ελλάδας υποστηρίζεται όσο η Ευρώπη κινείται προς μία νομισματική ένωση όπου τα κράτη μέλη δέχονται στήριξη ακόμη και στις καλές περιόδους. Με άλλα λόγια, όταν οι αγορές ομολόγων είναι πιο ευέλικτες και όχι μόνο κατά τη διάρκεια κρίσεων αλλά και κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης και κατά τη διάρκεια της μεσαίας φάσης ενός οικονομικού κύκλου. Επομένως, η περαιτέρω ενίσχυση του νομισματικού πλαισίου θα παίξει ρόλο. Περιμένουμε ακόμη να δούμε πως θα εξελιχθεί το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων το 2022 για την μετά την πανδημία εποχή.
Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, θα είναι θετικό για την Ελλάδα όσο ταχύτερα η ΕΕ κινηθεί προς τη δημιουργία μίας δημοσιονομικής ένωσης. Είδαμε το NEXT GEN EU, που είναι ένα σημαντικό πρόγραμμα σε μέγεθος και σε εύρος για την Ευρώπη. Όμως παρ’ όλα αυτά, ενώ έχουν γίνει αλλαγές μέσα στην ΕΕ κατά τη διάρκεια της κρίσης, βλέπουμε ότι η Ευρώπη κάνει βήματα προς τη δημοσιονομική ένωση μόνο σε περιόδους κρίσης. Η πορεία προς τη δημοσιονομική ένωση είναι θετική και προσφέρει στήριξη στα πιο αδύναμα μέλη και η Ελλάδα έχει τη χαμηλότερη αξιολόγηση στην Ευρώπη, ενώ θα ασκήσει πτωτικές πιέσεις στα μέλη με την υψηλότερη αξιολόγηση όπως η Γερμανία.
Υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά τα ελληνικά ομόλογα. Τον Μάρτιο ολοκληρώνεται το έκτακτο QE Πανδημίας (PEPP) και αν δεν αλλάξει κάτι μέχρι τότε, οι ελληνικοί τίτλοι θα είναι οι μοναδικοί στην Ευρώπη που δεν θα έχουν τη στήριξη της ΕΚΤ σε μία πολύ ιδιαίτερη συγκυρία. Πιστεύετε ότι το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί καταλλήλως και τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να είναι επιλέξιμα, λ.χ. μέσω της εφαρμογής ενός πιο ευέλικτου προγράμματος;
Ναι, πιστεύω πως είναι πιθανό. Αυτή τη στιγμή καταλαβαίνω ότι γίνονται συζητήσεις για το συγκεκριμένο θέμα και εξετάζονται διάφορα σενάρια. Θα ξέρουμε περισσότερα έως τις αρχές του 2022. Πάντως, θα ήθελα να πω ότι στην αξιολόγηση του Σεπτεμβρίου, υποθέτουμε δίνοντας ΒΒ+ με σταθερό outlook ότι το waiver θα σταματήσει να ισχύει μαζί με το PEPP. Επομένως, οποιαδήποτε απόφαση της ΕΚΤ που θα συμπεριλαμβάνει τα ελληνικά ομόλογα ή ακόμη καλύτερα οποιαδήποτε απόφαση είναι προς την κατεύθυνση της ισχυροποίησης της νομισματικής ένωσης, θα είναι θετική για την αξιολόγηση της Ελλάδας.
Ένα ακόμη σημαντικό θέμα για την Ελλάδα είναι το υψηλό δημόσιο χρέος. Ποια είναι η άποψή σας για την πρόσφατη πρόταση του ESM για αύξηση του ανώτατου ορίου του χρέους στο 100% από 60%; Πιστεύετε ότι θα βελτιώσει το προφίλ του ελληνικού χρέους;
Το ανώτατο όριο χρέους είναι μία έννοια αυθαίρετη. Δεν υπάρχει συγκεκριμένο όριο που καθιστά ένα δημόσιο χρέος βιώσιμο. Παίζουν πολλοί παράγοντες ρόλο. Οπότε, θα πω ότι η αύξηση του ορίου είναι απαραίτητη, αλλά σε όποιο ποσοστό και να οριστεί, το ποσοστό θα είναι αυθαίρετο. Τα χρέη σήμερα είναι υψηλότερα από την εποχή πριν την πανδημία και ακόμη υψηλότερα από την εποχή πριν την παγκόσμια κρίση του 2008. Επομένως, έχει να κάνει και με τις συνθήκες κάθε εποχής. Αν τώρα ο κανόνας του χρέους αναθεωρηθεί σε υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ θα μετριάσει σίγουρα τις πιέσεις προς τα πιο υπερχρεωμένα κράτη, τόσο ως προς την παραβίαση της Συνθήκης του Μάαστριχτ όσο και ως προς την ταχύτητα προσαρμογής που απαιτείται.
Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία. Θα είχε μεγαλύτερη σημασία αν μιλούσαμε για χώρες όπως η Ιταλία που το χρέος της είναι πιο κοντά στο 100% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα βρίσκεται σε εποπτεία, που σημαίνει πως όποιο και αν είναι το ύψος του χρέους, εποπτεύεται η πορεία μείωσής του από την Κομισιόν και γι’ αυτό πιστεύω ότι θα μειωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Έχετε αναφερθεί σε ορισμένα ζητήματα που πρέπει να διορθωθούν στην ελληνική οικονομία, όπως οι ακαμψίες στην αγορά εργασίας, το επενδυτικό κενό κλπ. Το Ταμείο Ανάκαμψης πιστεύετε ότι θα παίξει ρόλο στο να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα;
Μία σύντομη απάντηση είναι ναι. Το Ταμείο Ανάκαμψης και το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης είναι σημαντικά σε μέγεθος και φέρνουν πολλές επενδύσεις που θα συνεισφέρουν στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Όσον αφορά τους τομείς που εστιάζει το πρόγραμμα, η κλιματική αλλαγή, η πράσινη μετάβαση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός πιστεύω ότι είναι οι σωστές προτεραιότητες. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι οι μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας είναι για ρυθμό της τάξης του 1% ετησίως, εξαιτίας παραγόντων όπως το δημογραφικό. Υπάρχουν λοιπόν σημαντικά προβλήματα για τη γενικότερη κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας, τη μείωση του χρέους, την επίτευξη πλεονασμάτων κλπ, όμως σε ότι αφορά το πρόγραμμα αυτό καθαυτό, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Πιστεύετε ότι αν η Ελλάδα αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, μπορεί να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης π.χ. 4% ή 5% τα επόμενα χρόνια;
Μέχρι στιγμής φέτος η ελληνική οικονομία έχει εκπλήξει θετικά. Ωστόσο, η ισχυρή ανάπτυξη του 2021 υποδεικνύει ότι το μεγαλύτερο μέρος της άμεσης ανάκαμψης (τύπου V) από την κρίση έχει ήδη λάβει χώρα, ταχύτερα απ’ ότι αναμενόταν. Άρα είναι δυσκολότερο να δούμε και άλλες θετικές εκπλήξεις το 2022 όταν θα εξασθενήσει και το φαινόμενο χαμηλής βάσης σύγκρισης (base effect).
Όπως είπα η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας μακροπρόθεσμα είναι κοντά στο 1%. Για τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2026 υποθέτουμε ότι η ανάπτυξη θα είναι υψηλότερη από τις μακροπρόθεσμες προοπτικές επειδή θα έχουμε τις εισροές των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Μεταξύ του 2023 και του 2026 εκτιμούμε ότι η ανάπτυξη θα είναι της τάξης του 1,7% κατά μέσο όρο. Τώρα οι ρυθμοί που μου λέτε είναι περίπου διπλάσιοι από αυτούς που θεωρούμε εύλογους, οπότε πρόκειται για μία πολύ αισιόδοξη εκτίμηση.
Μία τελευταία ερώτηση. Γιατί η Ελλάδα είχε τόσες πολλές αναβαθμίσεις μέσα στην πανδημία; Σε μία περίοδο που οι οίκοι αξιολόγησης κατά κύριο λόγο προχώρησαν σε υποβάθμιση είτε της αξιολόγησης είτε του outlook, η Ελλάδα είδε μόνο αναβαθμίσεις. Είναι γιατί απλώς έπρεπε να αναβαθμιστούμε επειδή πέρασε η κρίση της περασμένης δεκαετίας;
Θα μιλήσω για τη Scope Ratings. Εμείς είχαμε θετικό outlook και δεν το υποβαθμίσαμε σε σταθερό όταν ξέσπασε η πανδημία. Εν μέρει γιατί υπήρξε το PEPP της ΕΚΤ και συμμετείχαν τα ελληνικά ομόλογα και εν μέρει γιατί εφαρμόζουμε μία πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική. Κρίνουμε δηλαδή την πορεία της οικονομίας πιο μακροπρόθεσμα.
Επίσης, έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι πολιτικές που εφάρμοσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η σημαντική βελτίωση των σχέσεων με την ΕΕ που οδήγησε και στο waiver του PEPP.
Οι οίκοι αξιολόγησης πρέπει να αξιολογούν τις οικονομίες σε βάθος χρόνου και βάσει των προοπτικών τους και όχι να παίρνουν αποφάσεις να υποβαθμίζουν αμέσως σε μια κρίση και να αναβαθμίζουν αμέσως μετά όταν τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα. Εμείς πιστεύαμε από την αρχή ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας ήταν καλή παρά την πανδημία.