Η στροφή των καταναλωτών, τους τελευταίους μήνες, στα είδη ιδιωτικής ετικέτας (private label) είναι μια πραγματικότητα. Το μερίδιο της υποτιμημένης μέχρι πρότινος, κατηγορίας προϊόντων έχει ξεπεράσει το 16% και συνεχίζει αυξανόμενο.
Παράλληλα, πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι το 46% των καταναλωτών αγοράζει περισσότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας σε σχέση με δύο χρόνια πριν ενώ το 33% εκτιμά πως θα συνεχίζει να αγοράζει περισσότερα στο μέλλον.
Βασικό αίτιο της εξέλιξης αυτής είναι ο έντονος πληθωρισμός και η ακρίβεια αλλά και οι οικονομικές πιέσεις που δέχθηκαν οι καταναλωτές κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Μάλιστα, σημειώνεται ότι 85% των καταναλωτών δηλώνει πως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι φθηνότερα από τις επώνυμες μάρκες, με το 70% να δηλώνει πως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ένας στους δύο (52%) εξακολουθεί να τα θεωρεί κατώτερα σε ποιότητα από τα επώνυμα.
Άλλο ένα, πάντως στοιχείο που προκύπτει είναι ότι η σχέση ποιότητας και τιμής - και όχι μόνο το ένα από τα δύο κριτήρια - αποτελεί τον σημαντικότερο λόγο προκειμένου να επιλέξουν ένα προϊόν ιδιωτικής ετικέτας έναντι ενός επώνυμου, οι καταναλωτές στις αγορές τους στο σούπερ μάρκετ.
Όλα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν παρά το γεγονός του ότι έχει ενισχυθεί σημαντικά τον τελευταίο καιρό η προωθητική ένταση για τα επώνυμα προϊόντα, η οποία έχει φτάσει στο 64,6%. Η ενίσχυση αυτή έγινε προφανώς σε μια προσπάθεια συγκράτησης των τιμών τόσο από τους προμηθευτές όσο και από τις διαφορετικές λιανεμπορικές αλυσίδες, στα πλαίσια του πολύ ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο κινούνται, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της NielsenIQ.
Πάντως, σύμφωνα με τα όσα δείχνουν τα στοιχεία, εκτός από τις ευκαιρίες για τους καταναλωτές τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας μπορεί να κρύβουν και παγίδες. Και φυσικά ο λόγος δεν είναι για την ποιότητα αλλά περισσότερο για τις τιμές, οι οποίες έχουν ακριβύνει και στα προϊόντα αυτά, καθώς ο τζίρος τους αυξάνεται.
Έτσι, σε πρόσφατες δηλώσεις στελεχών της ΔΙΜΕΑ που είναι επιφορτισμένα με τους ελέγχους για πιθανή αισχροκέρδεια σε σούπερ - μάρκετ αλλά και σε καταστήματα άλλων κλάδων, διαπιστώνεται ότι στην ιδιωτική ετικέτα εντοπίστηκαν οι μεγαλύτερες παραβάσεις. Και μάλιστα σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, όπως ζυμαρικά, καφές, γάλα, χυμοί, ρύζι κ.λπ.
Η ιδιωτική ετικέτα, όπως εξηγούν οι αρμόδιοι της ΔΙΜΕΑ, λειτουργεί σαν μαγνήτης για τον καταναλωτή, αφού αυτά τα προϊόντα είναι πιο φθηνά. Τα σούπερ μάρκετ, στα είδη αυτά, έχουν μεγάλα περιθώρια κέρδους, διότι μπορούν να πουλήσουν περισσότερα τεμάχια. Επιπλέον, όταν κάποιος θέλει να κερδοσκοπήσει, δεν θα το κάνει σε ένα προϊόν που έχουν όλοι.
Ενδεικτικά, γίνεται αναφορά σε ορισμένα παραδείγματα παραβάσεων που διαπιστώθηκαν σε τρεις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, έπειτα από ελέγχους σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Έτσι σε μια αλυσίδα εντοπίστηκε ότι σε ηλιέλαιο ενός λίτρου από 33,38%, που μπορούσε να είναι το περιθώριο κέρδους (βάσει νόμου), είχε ανέβει στο 38,36% (αύξηση 4,98%). Στο ίδιο προϊόν, σε δίλιτρη συσκευασία, από 32,84% είχε «σκαρφαλώσει» στο 36,83% (+3,99%).
Σε μια άλλη αλυσίδα, στο ρύζι από 52%, που ήταν το περιθώριο κέρδους, ανήλθε σε 73% (+21%).
Ακόμη, σε μία τρίτη αλυσίδα, σε μακαρόνια από 32% το περιθώριο κέρδους έφτασε στο 40% (+8%) και σε καθαριστικό υγρό πλυντηρίου από 31% στο 39,5% (+8,5%).
Ομολογουμένως, πολλά από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας τόσο τα τρόφιμα όσο και άλλων χρήσεων δεν έχουν να ζηλέψουν, ποιοτικά, τίποτα από τα επώνυμα. Αν λοιπόν οι επιχειρήσεις θέλουν να προστατέψουν και να ενισχύσουν τον τζίρο τους που οφείλει μια μικρή άνοδο που έχει μόνο στις ανατιμήσεις, θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί με την διαμόρφωση των τιμών.
Από την άλλη πλευρά και οι καταναλωτές θα πρέπει, στο βαθμό που μπορούν, να το ψάχνουν λίγο, ειδικά με τις τιμές, και μετά να βγάζουν τα συμπεράσματα τους και να κάνουν τις αγορές τους.