Όσοι χθες παρακολούθησαν τις συναλλαγές στο ζεύγος eur/rub είδαν μια ιδιαίτερη κινητικότητα σε σχέση με τις προηγούμενες ημέρες. Η κινητικότητα αυτή οδήγησε σε νέο υψηλό το ρούβλι, το οποίο όπως φαίνεται από το παρακάτω διάγραμμα όχι μόνο έχει διαγράψει πλέον τις «απώλειες του πολέμου» , αλλά κερδίζει περίπου 11% σε σχέση με τις προ εισβολής ισοτιμίες.
To ρούβλι ήδη από τον Μάρτιο, έναν μήνα κατά τον οποίο αναδείχθηκε το νόμισμα με την καλύτερη επίδοση στον κόσμο, επέστρεψε κοντά στα επίπεδα που βρισκόταν πριν την 24η Φεβρουαρίου μετά την απόφαση/εκβιασμό του Ρώσου Προέδρου οι «μη φιλικές χώρες» να πληρώνουν το ρωσικό φυσικό αέριο σε ρούβλια.
Η κίνηση αυτή ενίσχυσε το ρούβλι, παρά τη διαφαινόμενη άρνηση των Ευρωπαίων να δεχθούν να πληρώσουν μέσω του ειδικού μηχανισμού που ισχύει από την 1η Απριλίου για τις ρωσικές εξαγωγές φυσικού αερίου και οι οποίες αναμένεται να πληρωθούν εντός του Μαίου.
Η πρόσφατη σημειολογική επίδειξη ισχύος της Ρωσίας με την παύση παροχής αερίου στην Πολωνία και τη Βουλγαρία, ώθησε το ρωσικό νόμισμα σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα, καθώς σύμφωνα με διεθνή μέσα οδήγησε πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες σε «δεύτερες σκέψεις».
«Δεύτερες σκέψεις» σε εταιρικό επίπεδο
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προειδοποίησε τις εταιρείες να μην υποκύψουν στις απαιτήσεις της Ρωσίας να πληρώσουν για το φυσικό αέριο σε ρούβλια, καθώς η ήπειρος αγωνίζεται για μια ενιαία απάντηση στην εξασφάλιση των ενεργειακών της πόρων.
Ωστόσο από το βράδυ της Τετάρτης ο Διεθνής Τύπος πλημμύρισε από δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία οι οδηγίες από την ίδια την ΕΕ την περασμένη εβδομάδα ενθάρρυναν ως έναν βαθμό τις εταιρείες να «αναζητήσουν λύσεις» όσον αφορά την πληρωμή των προμηθειών τους σε φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα αυτά, φαίνεται ότι υπάρχει το εξής «παράθυρο»: Οι εταιρείες μπορούν να ζητήσουν επιβεβαίωση από τη Μόσχα ότι μια συναλλαγή θα μπορούσε να θεωρηθεί κλειστή μόλις γίνει η πληρωμή σε ευρώ, ακόμη και αν επρόκειτο να μετατραπεί αργότερα σε ρούβλια. Αυτό ακριβώς το «παράθυρο» φαίνεται ότι έχει οδηγήσει σύμφωνα με τους Financial Times πολλούς εισαγωγείς φυσικού αερίου να ετοιμάζονται να συναινέσουν άτυπα στις ρωσικές απαιτήσεις.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των FT, ορισμένες από τις μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες της Ευρώπης ετοιμάζονται να χρησιμοποιήσουν ένα νέο σύστημα πληρωμών για το ρωσικό φυσικό αέριο.
Πιο συγκεκριμένα, οι διανομείς φυσικού αερίου στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία σχεδιάζουν να ανοίξουν λογαριασμούς σε ρούβλια στην Gazprombank στην Ελβετία, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ρωσικές απαιτήσεις. Ανάμεσα στις εταιρείες αυτές περιλαμβάνονται η Uniper με έδρα το Ντίσλεντορφ και η OMV με έδρα τη Βιέννη.
Επίσης η ιταλική Eni, η οποία αναμένεται να πραγματοποιήσει τις πρώτες πληρωμές των παραγγελιών του Απριλίου μέχρι το τέλος του Μαΐου φαίνεται ότι «εξετάζει τις επιλογές της».
Βέβαια προς το παρόν η Εni αρνήθηκε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο, ενώ ο εκπρόσωπος της OMV δήλωσε αόριστα στο Reuters πως η εταιρεία εργάζεται «για μια λύση που θα είναι συμβατή με τις κυρώσεις». Αντίθετα η γερμανική Uniper δήλωσε στην εφημερίδα Rheinische Post ότι «πρόκειται να μεταφέρει τις πληρωμές της για το ρωσικό αέριο σε μια ρωσική τράπεζα και δεν θα χρησιμοποιεί πλέον μια τράπεζα με έδρα την Ευρώπη».
Σταθερές οι κυβερνητικές γραμμές
Από την πλευρά των κυβερνητικών δηλώσεων τα πράγματα είναι διαφορετικά βέβαια. Ο Καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, προειδοποίησε μεν ότι η Ρωσία ενδέχεται να διακόψει και στη χώρα του την παροχή φυσικού αερίου, πρόσθεσε όμως ότι η κυβέρνηση είναι προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο ήδη από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία.
Αναφερόμενος στις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, ο Καγκελάριος εκτίμησε ότι είναι πολύ αποτελεσματικές και η Ρωσία έχει ήδη αρχίσει να αντιλαμβάνεται τη ζημιά στις αναπτυξιακές δυνατότητές της.
Διευκρίνισε δε ότι «οι κυρώσεις που επέβαλε η Δύση δεν θα τελειώσουν, εάν η Ρωσία προσφέρει μια κατάπαυση του πυρός λόγω εδαφικών κερδών, παρά μόνο με πλήρη απόσυρση των στρατευμάτων της από την Ουκρανία».(σ.σ: τη σημείωση αυτή καλό θα ήταν να την κρατήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας).
Η γραμμή των θεσμικών φορέων της ΕΕ πηγάζει ως ένα βαθμό από το γεγονός ότι μπορεί τα αποθέματα φυσικού αερίου που διαθέτουμε να είναι μικρότερα από τις δύο προηγούμενες χρονιές, εντούτοις είναι κατά πολύ υψηλότερα συγκριτικά μ’ εκείνα του 2009 όταν η εμπορική αντιδικία μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας κράτησε τα ευρωπαϊκά κράτη που λάμβαναν φυσικό αέριο μέσω Ουκρανίας σε ομηρία, λόγω της διακοπής παροχής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ουκρανία. (σ.σ: Mια κρίση από την οποία η Ευρώπη θα έπρεπε να έχει διδαχθεί περισσότερα όσον αφορά το πώς η Ρωσία χρησιμοποιεί την ηγετική της θέση στην εξαγωγή φυσικού αερίου ως μέσο άσκησης πολιτικής).
Όμως υπάρχει άλλη μια πηγή για την γραμμή των θεσμικών φορέων της ΕΕ απέναντι στον ρωσικό εκβιασμό. Η πεποίθηση ότι το υπουργείο Οικονομικών της Μόσχας δεν θα διακινδυνεύσει στο τέλος της ημέρας να απωλέσει τον τίτλο του «αξιόπιστου προμηθευτή» και να ρισκάρει μια ενδεχόμενη ιστορική μετατόπιση περισσότερων Ευρωπαίων πελατών από το φυσικό αέριο σε άλλα καύσιμα. Οι δηλώσεις του πρώην επιτρόπου Εμπορίου της ΕΕ Κάρελ Ντε Γκαχτ πάνω σε αυτό το θέμα είναι ενδεικτικές, ενώ πολλοί επισημαίνουν ότι δεν είναι τυχαίο ότι η παύση της παροχής αερίου στην Πολωνία και τη Βουλγαρία υλοποιήθηκε μια περίοδο που ούτως ή άλλως η κατανάλωση είναι μειωμένη.
Το ερώτημα βέβαια που παραμένει στο τραπέζι είναι το εξής: Αν τα γεγονότα αυτής της εβδομάδας δεν αποτελούν μια δυνατή μπλόφα του ενεργειακού πόκερ μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης, κατά πόσον ο Σολτς έχει δίκιο; H Eυρώπη είναι πράγματι έτοιμη για ένα άμεσο κλείσιμο της ρωσικής στρόφιγγας; Παρά την διαφαινόμενη προετοιμασία της Ευρώπης για ένα τέτοιο σενάριο –βλέπε εδώ
- το ρούβλι και κάποιες από τις ευρωπαϊκές εταιρείες φαίνεται ότι δίνουν πιθανότητες σε μια αρνητική απάντηση.
Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Κάποιες διαθέτουν ήδη μεγαλύτερη ποικιλομορφία εφοδιασμού και κάποιες άλλες διαθέτουν μεγάλα λιμάνια εισαγωγής υγροποιημένου αερίου -LNG- μέσω των οποίων προμηθεύονται φυσικό αέριο από τη Νορβηγία, την Αλγερία ή από τις ΗΠΑ. Υπάρχουν όμως χώρες που είναι περισσότερο ευάλωτες ενεργειακά και ως εκ τούτου οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις χώρες αισθάνονται άβολα απέναντι στον ρωσικό εκβιασμό. Ακριβώς εδώ εδράζεται και η προσπάθεια της Ρωσίας να προκαλέσει εσωτερικές τριβές και να «σπάσει» το ενιαίο ευρωπαϊκό μέτωπο.
Μερικές φορές πρέπει να χάσεις μια μάχη για να κερδίσεις τον πόλεμο
Η «βασίλισσα» όμως δεν «έχει πέσει ακόμη» κατά την προσφιλή έκφραση όσων αγαπούν το σκάκι.
Η Ρωσία ίσως θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική και να αποφύγει οποιοδήποτε «σοκ» στην προσφορά φυσικού αερίου που θα ωθούσε την ΕΕ να υιοθετήσει άλλες πηγές ενέργειας και άλλους προμηθευτές. Βλέπετε, αν μια διακοπή στην παροχή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη αποκτήσει γενικευμένες διαστάσεις και διαρκέσει περισσότερο από λίγες εβδομάδες, θα πυροδοτήσει ριζικές τάσεις διαφοροποίησης στην ΕΕ μη αναστρέψιμες.
Αυτό ακριβώς φαίνεται να είναι κάτι που «ζυγίζει» το χρηματιστήριο της Μόσχας, σε αντίθεση με το ρούβλι που «μετράει» ήδη τα πρώτα θετικά αποτελέσματα του ρωσικού εκβιασμού για πληρωμές των ευρωπαϊκών προμηθειών φυσικού αερίου σε ρούβλια και βρίσκεται στα 76,5 ανά ευρώ και στα 72,6 ανά δολάριο, κερδίζοντας 11% σε σχέση με τις προ εισβολής ισοτιμίες.
Αντίθετα ο δείκτης RTSI διαπραγματεύεται στις 1040 μονάδες ήτοι 13,7% κάτω από τα επίπεδα που ήταν μια μέρα πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αλλά και 44,6% κάτω από τα επίπεδα των 1880 μονάδων στα τέλη του Οκτωβρίου, όταν άρχισε η επιδείνωση των σχέσεων Ρωσίας-Ουκρανίας με την πρώτη πολεμική χρήση του ουκρανικού Drone Μπαϊρακτάρ TB2 κατά των μονάδων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονέτσκ.
Η αγορά είναι πολύ πιθανό να «διαισθάνεται» ότι ίσως είναι πολύ αργά για τη Ρωσία να σταματήσει τη σταδιακή αλλά συστηματική απομάκρυνση των Ευρωπαίων από την Gazprom, που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη.
Βλέπετε η αλλαγή ενεργειακού μίγματος και προμηθευτών κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Πρόκειται για μια εγγενώς κοστοβόρα διαδικασία, απαιτεί χρόνο, μα άπαξ και γίνει, η πλειοψηφία της πελατείας πολύ δύσκολα θα επιστρέψει στον αρχικό προμηθευτή.
Η επίδειξη ισχύος της Ρωσίας απέναντι στην Ευρώπη με σαφή πρόθεση να δοκιμάσει την αποφασιστικότητα, αλλά και την ενότητα των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στην ουσία των κυρώσεων είναι δίκοπο μαχαίρι, καθώς ακόμα και αν προς το παρόν κάποιες ευρωπαϊκές εταιρείες ή και χώρες πάνε με τα «νερά» της Ρωσίας, ο μόνος λόγος που θα το κάνουν είναι γιατί δεν είναι έτοιμες ακόμα να απεξαρτηθούν πλήρως από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν επισπεύδουν τις επενδύσεις και τις διαδικασίες προκειμένου να απεξαρτηθούν το συντομότερο δυνατόν.
Οι βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές που συντελούνται αυτή την περίοδο στην ΕΕ μέσα στο πλαίσιο της ενεργειακής ένωσης και της πλήρους ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία περιλαμβάνουν την κατασκευή βασικών υποδομών όπως είναι οι νέοι τερματικοί σταθμοί εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου και οι νέοι διασυνοριακοί αγωγοί. Όλες αυτές οι επενδύσεις που ήδη έχουν αρχίσει να υλοποιούνται προκειμένου να ξεφύγουμε από τις ρωσικές οδούς είναι δυνατόν να ακυρωθούν αν σε λίγους μήνες η Ρωσία αποφασίσει να αλλάξει γραμμή πλεύσης; Προφανώς και όχι.
Δείτε για παράδειγμα τις κινήσεις δύο εκ των κορυφαίων μονάδων λιπασμάτων μιας από τις πρώτες χώρες στις οποίες η Ρωσία έκλεισε ήδη τη στρόφιγγα του ρωσικού αερίου, τη Βουλγαρία.
Η Agropolychim και η Neochim- καταναλώνουν από κοινού περίπου το 25% του φυσικού αερίου που εισάγεται στη Βουλγαρία- το επόμενο έτος θα λειτουργήσουν με βιομάζα από άχυρο και θρυμματισμένο ξύλο.
Σημειωτέον δε ότι η Βουλγαρία παρά το γεγονός ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου, εντούτοις τις τελευταίες δεκαετίες μειώνει σταθερά τις εισαγωγές της. Για του λόγου το αληθές, οι εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου από τη Βουλγαρία μειώθηκαν στα 2,7 δισ. κυβικά μέτρα πέρυσι από 6,7 δισ. κυβικά μέτρα που ήταν το 1989. Ο ρυθμός αυτής της σταδιακής μείωσης προφανώς και θα λάβει πλέον πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις.
Επιπλέον να υπενθυμίσουμε ότι στο τέλος της ημέρας, η Ρωσία έχει να χάσει πολλά περισσότερα από τα 800 εκατ. ευρώ την ημέρα, ήτοι το αντίτιμο για τις ροές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Η Ρωσία οδηγείται σε έναν τεχνολογικό «μεσαίωνα» καθώς εδώ και μήνες έχει χάσει την πρόσβασή της στον τεχνολογικό εξοπλισμό και τους ημιαγωγούς για τη στρατιωτική και πετρελαϊκή βιομηχανία της, μετά την απαγόρευση εξαγωγών αυτών των ειδών από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία και την απαγόρευση της ΕΕ για νέες επενδύσεις στη Ρωσία στον πετρελαϊκό και αμυντικό τομέα.
Πώς μεταφράζεται αυτή η εξέλιξη; Στο ότι η πρόσβαση της Ρωσίας στην καινοτομία της Δύσης θα αποκοπεί για πάρα πολλά χρόνια.
Ήδη από την αρχή του πολέμου οι μεγαλύτερες εταιρείες παροχής υπηρεσιών πετρελαίου στον κόσμο, όπως η BP, η Shell, η Halliburton, η BakerHughes, η Schlumberger κ.α δήλωσαν ότι τερματίζουν τις εργασίες τους, πωλούν τα μερίδια τους στις ρωσικές κοινοπραξίες και αναστέλλουν την ανάπτυξη νέων επενδύσεων και τεχνολογίας στη Ρωσία.
Η έξοδος των δυτικών ενεργειακών εταιρειών από τη Ρωσία πλήττει μεγάλα έργα από την Αρκτική έως τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η αποχώρηση των δυτικών πολυεθνικών είναι ένα μεγάλο πλήγμα για τον πετρελαϊκό τομέα της Ρωσίας, καθώς οι ξένες εταιρείες παρέχουν κρίσιμη υποστήριξη, παρέχοντας το 60% του λογισμικού του κλάδου!
Δεν είναι όμως μόνο το λογισμικό. Οι πολυεθνικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί διακρίνονται για τις προηγμένες τεχνικές εξερεύνησης και καλής επεξεργασίας. Κάτι που έχει εκμεταλλευτεί ιδιαίτερα η Ρωσία, αν σκεφτούμε ότι βασίστηκε ακριβώς σε αυτή την τεχνογνωσία των πολυεθνικών εταιρειών, προκειμένου να αναπτύξει τα κοιτάσματα της στο σκληρό περιβάλλον της Αρκτικής.
Πολλοί αναλυτές προειδοποιούν λοιπόν ότι ρωσικός πετρελαϊκός κλάδος θα σημειώσει μεγάλη οπισθοχώρηση, με κίνδυνο 1,5 εκατ. άνθρωποι να χάσουν τη δουλειά τους μέχρι το επόμενο έτος. Σύμφωνα μάλιστα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας η ρωσική παραγωγή πετρελαίου αναμένεται να μειωθεί κατά 15% φέτος, ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2003.
Στον αντίλογο ότι η Ρωσία θα υποκαταστήσει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές με τις κινεζικές, θα αντιπαραθέσουμε ένα ερώτημα:To ίδιο είναι να εξάγεις σε χώρες που απέχουν 1.500 χλμ και 2.500 χλμ., το ίδιο να εξάγεις σε χώρες που απέχουν πάνω από 7.500 χλμ; Επιπλέον η Κίνα δεν έχει πλέον εύκολα πρόσβαση στη δυτική καινοτομία και τεχνογνωσία. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, δύσκολα θα αντικαταστήσει σε όλα τα επίπεδα την Ευρώπη σαν πολύτιμος εμπορικός εταίρος.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.