Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η συνεχής μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών, η αβεβαιότητα που περιβάλλει τη δεύτερη αξιολόγηση, ο φόβος νέων δυσβάσταχτων μέτρων, αλλά και η μη ολοκλήρωση του πλαισίου για την επιθετική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα που προβληματίζει έντονα τις τράπεζες και την αγορά.
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της ΕΚΤ, εξετάζει μία σειρά εναλλακτικών επιλογών, στην περίπτωση που μέσα στο α' εξάμηνο του 2017 δεν υπάρξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα από τις τράπεζες. Σε αυτές τις επιλογές είναι και η δημιουργία μίας κοινής bad bank που θα αναλάβει να «τρέξει» πιο επιθετικά το πλάνο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), στην περίπτωση που η οικονομική ανάκαμψη δεν αποδειχθεί ικανή να ενισχύσει την ικανότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους.
Η λύση της bad bank έχει αποκλειστεί στο παρελθόν, όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί και για το μέλλον, αφού είναι έκδηλη η ανησυχία για την πιθανότητα να χρειαστεί μία τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών σε περιβάλλον bail-in, αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως τα «κόκκινα» δάνεια. Πρόσφατα, ο πρόεδρος της Eurobank, κ. Νίκος Καραμούζης είχε αναφερθεί στην ανάγκη δημιουργίας μίας κοινής bad bank για τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια, ενώ και το ΤΧΣ έχει ταχθεί υπέρ της κοινής δράσης των τεσσάρων τραπεζών για τους κοινούς πιστούχους.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους, περιμένουν και «ποντάρουν» στο… 20% των ρυθμίσεων που απομένουν για να ολοκληρωθεί πλήρως το νομοθετικό πλαίσιο της «ενεργής» ή «επιθετικής» διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Εκτιμούν ότι, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των συνθηκών, τα επιπλέον εργαλεία θα συμβάλλουν με καθοριστικό τρόπο στην επίτευξη των στόχων μείωσης των NPEs κατά 43 δισ. ευρώ έως το 2019, χωρίς να προκύψουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες.
Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια καθώς η «θεραπεία» τους είναι πιο περίπλοκη και χρονοβόρα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κατηγορίες δανείων. Πληροφορίες του liberal.gr, αναφέρουν ότι οι τράπεζες έχουν ήδη εντοπίσει περί τις 1.500 υποθέσεις που θα μπορούσαν να «ξεμπλοκάρουν» μέσα στους επόμενους μήνες, αρκεί να θεσμοθετηθούν τα αναγκαία εργαλεία όπως η εξάλειψη φορολογικών αντικινήτρων για διαγραφές, ή η απαλλαγή των στελεχών από ποινικές ευθύνες.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να νομοθετήσει μία σειρά διατάξεων που θα διευκολύνουν τη διαχείριση των NPEs. Όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, το πλαίσιο έχει ολοκληρωθεί σε ποσοστό 80%.
Πόσο πιθανή είναι η δημιουργία μίας bad bank;
Στα πρότυπα της ιρλανδικής NAMA θα μπορούσε, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, να λειτουργήσει μία κοινή bad bank στην Ελλάδα, αν και το μεγάλο ζήτημα είναι ποιος θα βάλει τα απαιτούμενα κεφάλαια.
Η πρόταση του κ. Καραμούζη, προέβλεπε τη δημιουργία μίας κοινής bad bank από τις τέσσερις τράπεζες, σε συνεργασία με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και ιδιώτες επενδυτές για τα μεγάλα επιχειρηματικά δάνεια. Η bad bank έχει το θετικό ότι τα δάνεια που μεταφέρονται σε αυτήν ελαφρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, ωστόσο απαιτούνται κεφάλαια και πολύ καλή οργάνωση.
Η ιρλανδική ΝΑΜΑ αγόρασε το 2011 από τις τράπεζες AIB, Anglo, Bank of Ireland, EBS και INBS συνολικά δάνεια ύψους 74 δισ. ευρώ, καταβάλλοντας 31,8 δισ. ευρώ, με discount δηλαδή της τάξης του 57%. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου 2016, η ΝΑΜΑ έχει συνολικές χρηματικές ροές 37 δισ. ευρώ, ενώ συνεχίζει να εμφανίζει λειτουργικά κέρδη μετά τις απομειώσεις, παρά τις δυσμενείς συνθήκες στις αγορές. Το 2015, τα λειτουργικά κέρδη διαμορφώθηκαν στα 1,8 δισ. ευρώ.
Στο 68% του ευρωπαϊκού μέσου όρου το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων
Το αν – και κυρίως το πότε - θα βελτιωθούν οι συνθήκες, ωστόσο, εξαρτάται από την έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, την ελάφρυνση του χρέους και την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Εξαρτάται επίσης από τις αντοχές των νοικοκυριών που βλέπουν το διαθέσιμο εισόδημα να υποχωρεί κάθε χρόνο και τους φόρους να αυξάνονται, επίσης κάθε χρόνο. Μόνο στο 2015 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 5,5 δισ. ευρώ, ή 4,5%, σε μία τάση που συνεχίζεται το 2016.
Εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία της έρευνας που πραγματοποίησε η εταιρεία μελετών αγοράς GfK, που δείχνουν ότι το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων διαμορφώνεται κατά περίπου 33% χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η Ελλάδα κατέχει την 22η θέση στην Ευρώπη σε ότι αφορά το διαθέσιμο εισόδημα ή την αγοραστική δύναμη. Το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων υπολογίζεται το 2016 στα 9.313 ευρώ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στα 13.672 ευρώ. Ακόμη και οι κάτοικοι της Αττικής, οι οποίοι έχουν 16% μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη από το μέσο όρο στην Ελλάδα, απέχουν κατά 21% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στην πρώτη θέση βρίσκεται το Λιχτενστάιν με διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα στα 63.011 ευρώ και ακολουθεί η Ελβετία με 42.300 ευρώ, ενώ με 21.879 ευρώ το διαθέσιμο εισόδημα των Γερμανών είναι 2,34 φορές υψηλότερο από των Ελλήνων.