Του Γιάννη Σιδέρη
Τελευταία σοδειά προχθές τη νύχτα τέσσερα αυτοκίνητα πυρπολημένα στο Κολωνάκι, με τα τρία από αυτά αποκαΐδια. Ήταν οι τελευταίες… αγωνιστικές «τελετουργίες φωτιάς». Είχαν προηγηθεί οι πυρπολήσεις 20 αυτοκινήτων στη Αγία Παρασκευή και το Μαρούσι την προηγουμένη. Και όλα αυτά δεν ήταν παρά μια πύρινη κλιμάκωση που είχε ξεκινήσει από τις αρχές Φθινοπώρου, με στόχους όχι μόνο στο Κολωνάκι αλλά και τις λαϊκές γειτονιές των Πετραλώνων, του Περιστερίου, του Μεταξουργείου κ.α.
Η μαζικότητα των εμπρησμών αποτρέπει την παραπομπή σε ψυχαναλυτικές ερμηνείες παράξενων πυρομανών μοναχικών λύκων που ηδονίζονται με την καταστροφή. Παραπέμπει σε πολιτική δράση με τη μορφή αντιποίνων για την κατασταλτική δράση στα Εξάρχεια και στην εκκένωση των καταλήψεων. Άλλωστε ανέλαβαν και την ευθύνη με αυτή την αιτιολογία.
Το είχαν διακηρύξει οι αρχηγέτες, θα μεταφέρουμε τα Εξάρχεια σε όλη την Αθήνα. Αυτή δράση ωστόσο πολύ απέχει από το να αποκτήσει οιοδήποτε ηθικό έρεισμα. Και δεν αναφερόμαστε στη μικροαστική λογική ημών των υπολοίπων την οποία εξ ορισμού περιφρονούν, αλλά και στη δική τους. Οι πυρπόληση αυτοκινήτων των μεροκαματιάρηδων ή μισθωτών της διπλανής πόρτας, ουδόλως αποτελούν ταξική εκδίκηση.
Οι πλούσιοι, αυτοί που θεωρητικά είναι στη δική τους λογική οι αφέντες τη χώρας, οι καταπιεστικές τάξεις, έχουν τα ακριβά αυτοκίνητά τους σε υπόγεια φυλασσόμενα πάρκινγκ, ή στα πάρκινγκ των αυστηρά φρουρούμενων μεγάρων και βιλών τους, και όχι χύμα στους δρόμους, όπου παρκάρουν οι κατά τεκμήριο πτωχότεροι εκ των συμπολιτών.
Η φωτιά σε αυτοκίνητα καθημερινών ανθρώπων δεν μπορεί ούτε να εκληφθεί ψευδεπίγραφα ως «μητροπολιτική βία», ήτοι βία που εκκολάπτεται στα παραιτημένα προάστια των δυτικών μητροπόλεων του καπιταλισμού, εκεί που ή ζωή είναι ζοφερή, το μέλλον των νέων ανθρώπων γκρίζο και «ανήλιαγο», τα όνειρα συμπιέζονται και η ταξική διάρθρωση συχνά εκμηδενίζει τις προοπτικές.
Στη «μητροπολιτική βία» τα υποβαθμισμένα προάστια εισβάλουν ορμητικά στα αστικά κέντρα και τα αυτοκίνητα καίγονται σε στιγμές κοινωνικής έκρηξης, αγανάκτησης, οργής. Δεν είναι θετικό φυσικά, αλλά ο ρεαλισμός διδάσκει ότι οι κοινωνικές αντιδράσεις δεν ελέγχονται και συνήθως δεν ακολουθούν κανόνες καθωσπρεπισμού και ορθολογικής συμπεριφοράς.
Τα καμένα αυτοκίνητα της Αθήνας δεν είναι το πύρινο φόντο κάποιας κοινωνικής έκρηξης Είναι αντικοινωνικός ακτιβισμός, νεαρών που δεν έχουν καμία ενσυναίσθηση για τα προβλήματα που επιφέρουν σε συνανθρώπους τους. Το γεγονός ας πούμε ότι τα αυτοκίνητα δεν είναι αξεσουάρ μικροαστικού πλουτισμού αλλά εργαλεία δουλειάς, δεν τους «διασχίζει το μυαλό», που θα έλεγε και κάποια συντρόφισσα βουλεύτρια.
Δείχνει παντελή ασυνειδησία και απουσία κοινωνικής ευθύνης, που ποτέ δεν εξέπεμψαν οι μεγάλοι αναρχικοί προπάτορες από τον Μπακούνιν ως τον Προυντόν. Ακόμη και η μυθολογημένη φράση κλισέ του τελευταίου, ότι «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» αναφερόταν στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και στις μεγάλες ιδιοκτησίες γαιών, όχι στο ιδιόκτητο σπιτάκι του κάθε φουκαρά (τότε δεν υπήρχαν Ι.Χ.).
Είναι μια αταξική θεώρηση που εκλαμβάνει σύνολη την κοινωνία ως εχθρό. Δεν συνδέεται με μαζικότερους στόχους και αιτήματα, αλλά με την αυτονόμηση ομάδων εκδίκησης κατά των υποταγμένων «κυρ Παντελήδων», που δεν συμμερίζονται τις εξεγερσιακές φαντασιώσεις τους.
Είναι δεδομένο ότι η οργανωμένη νόμιμη βία του κράτους, σε όλα τα κράτη επί γης επί κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, έχει τον τελικό νικητήριο λόγο, πολύ περισσότερο όταν έχει την κοινωνία μαζί της. Δεν είναι μόνο ο πολιτικός συντηρητισμός, αλλά γιατί η κοινωνία έχει το ένστικτο να διακρίνει εάν μια πράξη έχει αντιστοίχιση σε κοινωνικές ανάγκες ή εάν «τα παιδία παίζει» τους εκδικητές» - και δη τα καλοζωισμένα παιδία, όπως περιέγραψε στο liberal τις νέες στρατεύσεις η ειδική επί της τρομοκρατίας καθηγήτρια Μαίρη Μπόση.
Ο κόσμος δεν ερμηνεύει με πολιτικό πρίσμα την τυφλή βία. Την εντάσσει στο εθιμικό μπάχαλο που κυριάρχησε στη μεταπολίτευση και θέριεψε τα τελευταία χρόνια υπό τη θεσμική ραθυμία, η οποία κανάκεψε τον εξουσιαστικό ετσιθελισμό μικρών ομάδων.
Το πρόβλημα είναι ότι με αυτή τη τακτική το μόνο που θα κατορθώσουν είναι να γίνει πιο δεκτική η κοινωνία στη αστυνόμευση. Μάλλον νομίζουν ότι αυτό θα αποκαλύψει, θα ξεγυμνώσει τη φύση του συστήματος. Τους διαφεύγει ότι έτσι θα έρθει πιο γρήγορα η ήττα τους, και μάλιστα υπό το χειροκρότημα της κοινωνικής επιδοκιμασίας αν όχι και ανακούφισης. Και τα καμένα αυτοκίνητα κινδυνεύουν να γίνουν το κύκνειο άσμα τους.