«Το μυρμήγκι όταν είναι να χαθεί βγάζει φτερά» λέει η ρήση. Η χθεσινή ημέρα μπορεί να χαρακτηριστεί και ως κύκνειο άσμα απονομιμοποίησης του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού πολυτελείας, με τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε.
Γνωστά τα γεγονότα, 18 εργαζόμενοι κρίσιμων πόστων, στο σύνολο των 486 εργαζομένων προκάλεσαν χάος στους δρόμους, ταλαιπώρησαν εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες τους, καθώς αποφάσισαν χωρίς καμιά προειδοποίηση στάση εργασίας. Και αυτό για την… αντεργατική απόφαση της κυβέρνησης να επανατοποθετηθούν από διοικητικές υπηρεσίες στα εκδοτήρια ενόψει των εορτών – στα εκδοτήρια για τα οποία είχαν προσληφθεί!
Ναι να είμαστε ειλικρινείς. Οι μετακινήσεις στις θέσεις λούφας έγιναν επί ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν φταίει γι' αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ. Απλώς και ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την ένδοξη παράδοση των ελληνικών κυβερνήσεων να προσλαμβάνονται υπάλληλοι με άλλη αιτιολογία, και να απασχολούνται ρουσφετολογικά σε άλλον τομέα (περίπτωση Νοτοπούλου).
Δεν ευθύνονται και οι εργαζόμενοι. Στη βολή τους αποσκοπούσαν, αφού τους περνούσε. Δεν ηθικολογούμε, δεν λέμε ότι έπρατταν καλώς ή κακώς. Έπρατταν αναμενόμενα, αφού είχαν την «κατανόηση» πολιτικών και υψηλών διοικητικών παραγόντων.
Εκείνο που δεν είναι λογικό ωστόσο, είναι να θεωρούν την παράτυπα καταληφθείσα νέα θέση τους ως κεκτημένο δικαίωμα και να απειλούν για κλιμάκωση των κινητοποιήσεών τους (δηλαδή μεγαλύτερη ταλαιπωρία του επιβατικού κοινού), εάν η διοίκηση τους τοποθετήσει στις θέσεις για τις οποίες προσελήφθησαν.
Συμπεριφέρονται ως φορείς παρωχημένων καιρών και νοοτροπιών που έχουν αρχίσει να φεύγουν ανεπιστρεπτί. Και η αδιαλλαξία που απειλούν να επιδείξουν, δρα εναντίον τους. Αποτελεί το κλειδί που θα μπορούσε να ανοίξει την ερμητικά κλειστή πόρτα απολύσεων του ευρύτερου Δημοσίου, χωρίς να ακουστεί η παραμικρή διαμαρτυρία από την κοινωνία.
Δεν είναι δείκτης αντίδρασης στην ενέργειά τους τα social media, καθώς στο χαώδες δυστοπικό τοπίο τους, ελάχιστες εκατοντάδες, άντε ελάχιστες χιλιάδες, συμμετέχουν ενεργώς. Δείκτης ήταν η αγανάκτηση που βίωσαν όσοι βρίσκονταν στις στάσεις αυτών που ξαφνικά δεν μπόρεσαν να πάνε στη δουλειά τους. Η φράση «να απολυθούν τώρα» ήταν η πάγκοινη προτροπή!
Σταδιακά αρχίζουν να μην γίνονται ανεκτές οι συμπεριφορές όσων εκ θέσεως εκβιάζουν την κοινωνία (και όχι τις διοικήσεις των Οργανισμών, όπως νομίζουν). Ολοένα και περισσότερο γίνεται δυσανεκτική η συμπεριφορά του «θα κατεβάσουμε τους διακόπτες», θα κλείσουμε τους δρόμους, δεν θα κυκλοφορήσουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς σε ώρες αιχμής γιατί έχει συνέλευση το Σωματείο.
Έχουμε αρχίσει να εισερχόμαστε στην κανονικότητα. Όχι δεν εννοούμε ως ένδειξή της την εκλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Εννοούμε κυρίως την αποπομπή της κυβέρνησης Τσίπρα που είχε ενσωματώσει ως νοοτροπία όλα τα αρνητικά της μεταπολίτευσης. Σταδιακά - πολύ σταδιακά βέβαια – επανέρχεται η κοινή λογική και η ευθυκρισία στην κοινωνική σφαίρα. Απορρίπτονται οι μυθοπλασίες, οι εμμονές, οι στρεβλωτικές ιδεοληψίες της μεταπολίτευσης.
Στη μεταπολίτευση εξέλιπεν ο όρος «καθήκον» ως γενική νοοτροπία στο Δημόσιο (εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν) και αντικαταστάθηκε μονομερώς και συμπαγώς με τον όρο «Δικαιώματα». Και είναι ιστορική αλήθεια ότι κακοφόρμισε επί ΠΑΣΟΚ. Το Κίνημα, επί δυο δεκαετίες τουλάχιστον, χρησιμοποιούσε τα σωματεία και τους συνδικαλιστές του Δημοσίου (ειδικά του ευρύτερου) ως ιμάντες μεταφοράς της πολιτικής του στη λαϊκή βάση. Και ταυτόχρονα οι συνδικαλιστές γίνονταν ψηφοσυλλέκτες υπέρ του στις εκλογές.
Εις ανταπόδωσιν απέκτησαν υπερεξουσίες, σχεδόν συνδιοικούσαν τις Δημόσιες Επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό το πραγματικό περιστατικό: Κάποτε ένας Διοικητής της ΔΕΗ είχε προσφύγει στον Ανδρέα Παπανδρέου λέγοντας «Πρόεδρε με έβαλες Διοικητή, αλλά δεν με αφήνει να διοικήσω την επιχείρηση ο Αμαλλος (ο τότε μεγαλοσυνδικαλιστής Πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ).
Την ίδια εποχή ο ιδιωτικός τομέας άρχισε να φθίνει ως συνέπεια της αποβιομηχάνισης. Οι εργαζόμενοι έγιναν «απασχολήσιμοι» κατά την εμβληματική ορολογία που πρώτος ο Σημίτης έβαλε τον δημόσιο λόγο, η γενιά των 800 ευρώ άρχισε να κάνει την εμφάνισή της (τότε την οικτίραμε, που να ξέραμε…). Οι συνδικαλιστές του ιδιωτικού τομέα που είχαν πρωτοστατήσει σε ρωμαλέες απεργίες της δεκαετίας του 70 άρχισαν να μην εισακούονται, καθώς ο φόβος της απόλυσης των «απασχολήσιμων» κρεμόταν ως Δαμόκλειος Σπάθη επί των κεφαλών τους.
Όμως οι συνδικαλιστές του Δημοσίου, ακμαίοι και μακάριοι στις θέσεις τους, συνέχιζαν την εκ του ασφαλούς τακτική των «αγωνιστικών κινητοποιήσεων», ελκύοντας και την στήριξη της Αριστεράς και δη της Συριζαίικης. Οι του ιδιωτικού τομέα, εντελώς ξεχασμένοι.
Ώσπου φτάσαμε στον παραλογισμό και την καταστρατήγηση κάθε έννοιας συνδικαλιστικής λογικής. Να γίνονται στάσεις εργασίας και να απειλούν με απεργίες γιατί η Διοίκηση ενός Οργανισμού τους ζητά να εργαστούν στο πόστο για το οποίο προσελήφθησαν. Όμως έτσι κάνουν την κοινή γνώμη να αγανακτεί και νομιμοποιούν όσους ζητούν την απόλυσή τους. Θα το καταλάβουν;