Του Γιάννη Σιδέρη
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αποτελεί παράδοξο, η διερεύνηση του οποίου ανάγεται στους ειδικούς των κοινωνικών συμπεριφορών. Η πολιτική ανάλυση μπορεί μόνο να εντοπίσει τα οξύμωρα.
Σύμφωνα με τις δημοκοπήσεις, παρά τις πολλαπλές αποτυχίες του, παρά την απογοήτευση που έφερε στο 62% των λαύρων αντιμνημονιακών, παρά την αναιμική ανάπτυξη, παρά τον εργασιακό μεσαίωνα που εξακολουθεί να επικρατεί σε μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα, παρά τη διάλυση του κρατικού μηχανισμού, παρά την ελλιπή αστυνόμευση και το ολοκαύτωμα του Ματιού, παρά την υποταγή του στις επιθυμίες των Αμερικανών (με το σκοπιανό και τις στρατιωτικές διευκολύνσεις που τους παρέχει) - και αφού σημειωθεί ότι κυβερνά ένα κατεξοχήν αντιαμερικανικό λαό σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη - εξακολουθεί στις δημοσκοπήσεις να διατηρεί ένα ποσοστό περί του 20%, με προοπτική ανόδου, στο μέτρο που θα επανασυσπειρώσει ψηφοφόρους του Σεπτεμβρίου του 2015.
Το γεγονός γίνεται ακόμη πιο παράδοξο αν συνυπολογίσει κανείς ότι δεν έχει ερείσματα στην κοινωνία. Οι Τοπικές Οργανώσεις του είναι λιγότερες από τις ελάχιστες που είχε το 2014, καθώς μετά τη διάσπαση του 2015 πολλοί οργανωμένοι αποχώρησαν προς άλλες κατευθύνσεις. Τα δημοσιογραφικά του όργανα δε έχουν ιδιαίτερη απήχηση. Στα εργατικά συνδικάτα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι είδος εν ανεπαρκεία. Το ίδιο και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, γεγονός που εξηγεί και την επίμονη, έως σφοδρή, επίθεση φιλίας που ασκεί στο ΚΙΝΑΛ.
Η επίθεση αυτή έχει συνδυαστεί από την τρέχουσα αρθρογραφία μόνο με την κεντρική πολιτική σκηνή, τις διακυβεύσεις των εθνικών εκλογών, την σύνθεση του μεταπολιτευτικού σκηνικού στην περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδυναμία της ΝΔ, και στην προσπάθεια να συγκρατήσει τους εκ μεταγραφής ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ να μην επιστρέψουν στην αρχική τους κοίτη (κάτι που δεν διαφαίνεται). Ισχύουν τα ανωτέρω αλλά σε αυτά προστίθεται και η αυτοδιοικητική εκδοχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα εξουσίας, για όσο θα είναι, αλλά για πρώτη φορά ένα κόμμα εξουσίας δεν έχει ερείσματα στην κοινωνία και τους αυτοδιοικητικούς αρμούς της. Είναι ένα κόμμα που έλκει ψήφους στις εκλογές αλλά κοινωνικά βρίσκεται σε κενό αέρος. Η μόνη σύνδεση που είχε ήταν κάποιες ολιγάριθμες οργανώσεις γειτονιάς (που τις ονόμαζε «κινήματα») με ευαισθησία για τα δικαιώματα των μεταναστών και τα θέματα οικολογίας.
Και τα κόμματα που δεν έχουν ερείσματα και συμπαγείς δεσμούς με την κοινωνία, τα κόμματα που δεν δημιουργούν σχέσεις με αυτή, κινδυνεύουν όπως απότομα φούσκωσαν, το ίδιο απότομα να ξεφουσκώσουν.
Αυτό το γνωρίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ και γι αυτό προσπαθούν δια της προσκολλήσεως να προσεταιριστούν τα εκλεγμένα αυτοδιοικητικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Και όπως συνηθίζουν αυτό δεν το κάνουν με δεοντολογία, ηθική συμπεριφορά και στοιχειώδη πολιτική ευγένεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 με τον εριστικό λόγο είναι ακόμη εδώ – προς δόξαν της σοσιαλδημοκρατικής στροφής του.
Καταγγέλλει το ΠΑΣΟΚ ως υποχείριο της «ακροδεξιάς» ΝΔ, ώστε προ των εκλογών να παρουσιάσει τους πασοκικούς υποψήφιους ως φίλα προσκείμενους, και μετά τις εκλογές τους αυτοδιοικητικούς άρχοντες, ως δικούς του συμμάχους, αφού το ΠΑΣΟΚ τους «πρόδωσε», έχοντας αποστασιοποιηθεί από αυτούς, καθώς έγινε παρακολούθημα του Μητσοτάκη.
Σε αυτή την προσπάθεια θα βρει δεκτικούς κάποιους υποψήφιους. Ο Γιάννης Μπουτάρης δεν τσίμπησε, το ίδιο και ο Περιφερειάρχης Κρήτης Σταύρος Αρναουτάκης, αλλά δεν είναι σίγουρο για τον Δυτικής Ελλάδας Απόστολο Κατσιφάρα, και για άλλους περιφερειάρχες ή δημάρχους. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κόσμο αλλά έχει την εξουσία και δημιουργεί εντυπώσεις ότι και στο μέλλον θα είναι κόμμα εξουσίας.
Το ΠΑΣΟΚ είναι δύσκολο να αποκρούσει αυτό τον ιδιότυπο - και πολιτικά αμοραλιστικό - εισοδισμό του ΣΥΡΙΖΑ στο κοινωνικό του ακροατήριο. Αλλά δικό του θέμα είναι να το αποκρούσει. Ας βρει τον τρόπο. Αν δεν το κατορθώσει θα είναι άξιο της τύχης του. Ο ΣΥΡΙΖΑ εις βάρος του θα αποκτήσει δεσμούς με την κοινωνία, ενώ οι ως τώρα σύνδεσή του με αυτή ήταν το μετακινούμενο σώμα ψηφοφόρων που πίστευε στα λεφτόδεντρα και περίμενε αυξήσεις.