Από σήμερα το φωτεινό διάλειμμα τελειώνει, ο λαός που εκστράτευσε σε θάλασσες, λόγκους και ραχούλες, γυρνά στην καθημερινότητα και την επιβίωση (που για πολλούς μάλλον δεν έδειξε να είναι και τόσο αγωνιώδης), και το πολιτικό προσωπικό στη δική του αγωνία για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
Η κυριαρχία της ΝΔ είναι αδιαμφισβήτητη, προφανής και πρωτοφανής, με κάποιες αυξομειώσεις ποσοστών, ανάλογα με τη συγκυρία. Η κυριαρχία ωστόσο δεν οφείλεται μόνο στην ίδια, αλλά κυρίως στην αναιμική παρουσία της αντιπολίτευσης.
Συνεχίζεται η πολιτική σκηνή του 1 ½ κόμματος, όπου το ήμισυ αποτελείται από το σύνολο των κομμάτων της κεντροαριστεράς. Σίγουρα δεν είναι υγιής η κατάσταση. Αποβαίνει συνολικά εις βάρος της χώρας, γιατί επιτρέπει σε μέλη της κυβέρνησης να επαναπαύονται. Μια κυβέρνηση που θα ένιωθε την ανάσα της αντιπολίτευσης, θα ήταν έτι αποτελεσματικότερη.
Παρεμπιπτόντως, στη ΝΔ κάνουν δύο ουσιώδη λάθη:
Το πρώτο είναι ότι δεν κατανοούν πως ο λαός δεν τους ψηφίζει για τις… χάρες τους, αλλά για να αποφύγει την επάνοδο των άλλων. Το δεύτερο ότι ο λαός δεν ψηφίζει ΝΔ αλλά Μητσοτάκη. Ο πρωθυπουργός κατόρθωσε το αδιανόητο ως τώρα, αρχηγός δεξιού κόμματος να έχει καταρρίψει τις διαχωριστικές γραμμές, και να έχει διείσδυση στον κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο.
Πενία ψήφων συνεργασίας κατεργάζεται. Σαφώς χρειάζεται μια ισχυρή αντιπολίτευση αλλά αυτή θα πηγάζει, οψέποτε, από την επιλογή του λαού, και όχι από βεβιασμένες τεχνητές συνδέσεις και πρόσκαιρες συνεργασίες. Θα προκύψει όταν ο λαός νιώσει ότι επήλθε το πλήρωμα του χρόνου να αποπέμψει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, εφόσον όμως θα έχει βρει το κόμμα-αντικαταστάτη.
Προς το παρόν δεν το βρίσκει, και εξ αυτού δεν αποκτούν νομιμοποιητικό πολιτικό έρεισμα τα επιχειρήματα της κεντροαριστεράς ότι πρέπει να φύγει η ακροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ακροδεξιά κυβέρνηση που δεν κατόρθωσε π.χ. να επιβάλει την πανεπιστημιακή αστυνομία ή που καθιέρωσε την ισότητα του γάμου ανεξαρτήτως φύλου, δεν είναι τρωτή σε καταγγελίες περί ακροδεξιάς. Πολύ περισσότερο που στα δεξιά της έχει τρία κόμματα τα οποία διεκδικούν επαξίως τον τίτλο του ακροδεξιού.
Έτσι, οι φωνές που ακούγονται για ενοποίηση της κεντροαριστεράς, εκλαμβάνονται μάλλον ως αγωνία των στελεχών της για το δικό τους μέλλον, για την πολιτική τους συνέχεια, παρά ως πηγαίο ενδιαφέρον για την ευωχία του… δυστυχούντος λαού.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Κώστας Ζαχαριάδης, κάποια στιγμή με αφορμή την εκκρεμούσα απόφαση του εκλογοδικείου για τους Σπαρτιάτες, μίλησε για κοινό ψηφοδέλτιο των «προοδευτικών δυνάμεων», στην περίπτωση που προκηρύσσονταν επαναληπτικές εκλογές στις 12 Περιφέρειες.
Και ο Κώστας είναι νεοσσός στα υψηλά κλιμάκια της πολιτικής, και επίσης αυτό που λέμε «καλό παιδί». Όμως είναι εντυπωσιακό που ανταποκρίθηκε ο, επάγγελμα ΠΑΣΟΚ, Κώστας Σκανδαλίδης. Δήλωσε πως το κόμμα του είναι ανοιχτό να την εξετάσει, αφού είναι λογικό να συνεργαστούν τα κόμματα του χώρου προκειμένου να μην πάρει όλες τις έδρες η Ν.Δ.
Όταν ο πολιτικός γίνεται επαγγελματίας, και ο Κώστας αυτό είναι μια ζωή, στομώνουν οι ευαισθησίες. Δεν τον νοιάζει ότι οι σύντροφοι του Ζαχαριάδη (όχι ο ίδιος) έβριζαν τους δικούς του συντρόφους ως γερμανοτσολιάδες, προδότες και Τσολάκογλου.
Ήταν μια σκοτεινή βρώμικη έκφανση της προηγούμενης δεκαετίας που ακόμη δεν έχει αποκαθαρθεί με μια ηχηρή δημόσια συγγνώμη. Απλώς τώρα που χάνουν το τρένο στρέφονται προς αγαπητική βοήθεια σε αυτούς που σπίλωσαν με σταλινική ωμότητα.
Επί πλέον, η κληρονομημένη οίηση, ότι αφού είναι αριστεροί δεν μπορεί παρά να έχουν δίκιο, τους εμποδίζει και σε στοιχειώδη αυτοκριτική. Τους εμποδίζει να κατανοήσουν την απαξίωσή τους από το λαό.
ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, έχουν κυβερνήσει. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ αδίκως – κατά την ταπεινή μας γνώμη – να έσυρε ολοκληρωτικά στους ώμους του το σταυρό των όποιων αποτυχιών της μεταπολίτευσης, αλλά ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Μέρα 25, κυβέρνησαν ως ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ. Και ο λαός δεν είδε κάποιο απαύγασμα.
Γι' αυτό, ένας από τους λόγους που ο Κασσελάκης γίνεται αποδεκτός και ψιλοτσιμπάει, παρόλο τον θηριώδη λαϊκισμό του και τις αστείες δηλώσεις του, είναι επειδή δεν έχει δοκιμαστεί στη διακυβέρνηση. Ακούγεται συχνά σε λαϊκές παρέες, καφενοβίως πολιτικολογούσες, το ίδιο επιχείρημα που ακουγόταν το 2014 για τον Τσίπρα: «Ας τον δοκιμάσουμε και αυτόν. Τους άλλους τους είδαμε»!
Αυτό «τους άλλους τους είδαμε», δίκαιο ή όχι, είναι η δαμόκλειος σπάθη που κρέμεται επί του μέλλοντος της κεντροαριστεράς. Και αυτό δεν επουλώνεται με όποιες τεχνητές συνδέσεις.