Του Γιάννη Σιδέρη
Κάποτε, όταν ο Θοδωρής Ρουσόπουλος ήταν ακόμα δημοσιογράφος, είχε ρωτήσει σε συνέντευξη τον Ανδρέα Παπανδρέου ως πρωθυπουργό, γιατί στάθηκε ανεκτικός και δεν είχε διαγράψει ένα συγκεκριμένο στέλεχος που είχε κάνει δηλώσεις αποκλίνουσες από την κυβερνητική πολιτική. Ο Αντρέας απάντησε: «Γιατί μας έχει διαλύσει το γυαλί κε Ρουσόπουλε» και συνέχισε χαριτολογώντας: «Αν δεν υπήρχε το γυαλί μέχρι και σας θα αποκεφάλιζα!»
Δεν εννοούσε βεβαίως μόνο ότι το «γυαλί» είναι φιλόξενος χώρος για τον κάθε επώνυμο που επιζητούσε βήμα να εκφράσει την αντιθετικότητά του στην κυβερνητική πολιτική. Εννοούσε κυρίως ότι η τηλεόραση λειτουργούσε σαν μεγεθυντικός φακός των γεγονότων. Ως εκ τούτου μια διαγραφή θα υπερ-αναλυόταν στα πάνελ, θα γίνονταν αξιολογικές κρίσεις και αποδοκιμαστικές εκτιμήσεις, αναφορικά με την ανοχή του στην κριτική και στον σεβασμό της διαφορετικής άποψης.
Η στιχομυθία συνέβη σε μια εποχή που ο τηλεοπτικός πολιτικός λόγος ήταν ακόμη μετριοπαθής και μειλίχιος, πριν η τηλεόραση γίνει ντουντούκα των κάθε είδους ακραίων, ψεκασμένων, γραφικών. Προτιμητέοι έκτοτε έγιναν οι ευρισκόμενοι μακράν του ορθού λόγου, που περισσότερο συσκότιζαν και φανάτιζαν το κοινό, παρά επεξηγούσαν και βοηθούσαν στην κατανόηση των προβλημάτων που ενέσκηψαν.
Ο δημόσιος πολιτικός λόγος έχει μετακομίσει πλέον από τις εσωκομματικές, ου μην συχνά και τις κοινοβουλευτικές, διαδικασίες στην τηλεόραση. Όχι, δεν φταίει η τηλεόραση. Τη δουλειά της κάνει. Εμπορική επιχείρηση είναι, βγάζει φτηνού κόστους πολιτικό πρόγραμμα, έχοντας ως άμισθους συνεργάτες τους πλέον εκκωφαντικούς εκ του πολιτικού προσωπικού.
Έχει γίνει ένα φτηνό πολιτικό ταρατατζούμ αντάξιο του πολιτισμικού και πολιτικού μας επιπέδου. Υπουργοί κάνουν ανακοινώσεις επί του μελλοντικού τους έργου, όχι σε επίσημες συνεντεύξεις τύπου στο υπουργείο τους (ενώπιον εξειδικευμένων δημοσιογράφων που γνωρίζουν το αντικείμενο και κάθε εξαγγελία τους θα ετίθετο υπό κρίση), αλλά σε προσωπικές συνομιλίες στις τηλεοράσεις και τα ράδια. Κυβερνητικοί βουλευτές σκαρφίζονται το κάθε αδιανόητο και χαζό επιχείρημα για να υπερασπίσουν την κυβέρνηση. Ένα κύμα πολιτικού κιτς και ανοησίας κατοικοεδρεύει στις φωτεινές οθόνες, με ευθύνη του πολιτικού προσωπικού.
Γιατί λοιπόν να μην επιδοθεί σε άσκηση πολιτικής ελαφρότητας ο βουλευτής των ΑΝΕΛ Κώστας Κατσίκης, ο οποίος καλεσμένος στον ΣΚΑΙ, ακροβάτισσε σε λεπτά θέματα εξωτερικής πολιτικής στα οποία δεν του έπεφτε λόγος; Πρότεινε την ανταλλαγή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με τους οχτώ Τούρκους που κατέφυγαν στη χώρα μας, πρόταση που έγινε viral και επιχείρημα στα τουρκικά Media.
Δεν αναφερόμαστε επί της ουσίας της πρότασης, ότι ένας κυβερνητικός βουλευτής πρότεινε την καταστρατήγηση αποφάσεων της Δικαιοσύνης, χωρίς καν να έχει σταθμίσει όλες τις πτυχές της νομικής φύσης του προβλήματος. Εντοπίζουμε την επικοινωνιακή διάσταση με την - ελαφρά τη καρδία - πρόταση και την ανεπίτρεπτη εμπλοκή της με την εξωτερική πολιτική της χώρας. Μια πρόταση αστάθμητη που τελικά επέφερε δυσμενές πολιτικό αποτέλεσμα, δημιουργώντας προσκόμματα στην – όποια – προσπάθεια της κυβέρνησης, μέσω διπλωματικών διαύλων και της ΕΕ, να επιτύχει την απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών μας.
Μα ο κ. Κατσίκης είναι βουλευτής κόμματος. Υπάρχει Κοινοβουλευτική Ομάδα, Γραμματέας της Κ.Ο, Γραμματέας του κόμματος, Αντιπρόεδρος και Πρόεδρος του κόμματος. Σε όλους αυτούς θα μπορούσε να απευθυνθεί και να διατυπώσει τη φαεινή ιδέα του. Θα γινόταν συζήτηση, θα εξετάζονταν οι παράμετροι και τελικά δεν θα γινόταν διθυραμβικό πρωτοσέλιδο στην Τουρκική hurriyet, υπό τον τίτλο «Επί τέλους ζητούν ανταλλαγή».
Ποιος ζήτησε ανταλλαγή και υπό ποια δικαιοδοσία και εξουσιοδότηση;
Μόνο αν ήταν στημένο με στόχο να δημιουργήσει συζήτηση, σκεπτικισμό και κλίμα στο λαό υπέρ της παράδοσης των οχτώ, θα «δικαιολογείτο» η ενέργειά του. Αλλά αυτό θα έπρεπε να το έχει αποφασίσει ένα υψηλού βαθμού κυβερνητικό επιτελείο που θα έφτανε ως το κλιμάκιο Πρωθυπουργού. Διαφορετικά ήταν μια ελαφρόμυαλη, υπονομευτική, επικίνδυνη παρέμβαση.
Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι η κατάσταση μπορεί να ανατραπεί. Το παλιό κλισέ «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» έχει πλήρη αντιστοίχηση στην περίπτωση. Ο λαός δεν διαβάζει βιβλία, δεν διαβάζει εφημερίδες, επειδή δεν τις εμπιστεύεται δήθεν γιατί «λένε ψέματα» (βασικά γιατί στοιχίζουν και το διάβασμα ενέχει κούραση και απαιτεί ώρα), αλλά προτιμά το εν πολλοίς ανεχέγγυο internet και τον τηλεοπτικό χαβαλέ, μετέχοντας στο πολιτικό κουτσομπολιό, ενός πανελληνίων διαστάσεων καφενείου.
Όμως στα καφενεία ακούει κανείς Κατσίκηδες. Και δεν αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά στην επικινδύνως ελαφρούτσικη άποψη που εξέφρασε και που φυσικά δεν είναι η μοναδική και ο μοναδικός. Φευ, στο τεράστιο ελληνικό τηλεοπτικό καφενείο μόνο οι ελαφρούτσικες απόψεις έχουν θέση...