Τον περασμένο Μάιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θέσπισε το Σύμφωνο της ΕΕ για τη μετανάστευση και το άσυλο. Μετά από σκληρές διαβουλεύσεις προχώρησε, έτσι, στη μεταρρύθμιση του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου για τη διαχείριση ενός θέματος, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επηρεάζει το σύνολο των «27». Ο στόχος για τη διαχείριση των αφίξεων με εύτακτο τρόπο, την δημιουργία αποτελεσματικών και ενιαίων διαδικασιών και τη διασφάλιση δίκαιης κατανομής των βαρών μεταξύ των κρατών μελών –που αποτελούσε και το μείζον- φάνηκε να μπαίνει σε μία σειρά.
Οι κινήσεις του Βερολίνου, στη σκιά της ραγδαίας αύξησης της ακροδεξιάς, που καταγράφηκε απόλυτα στις τοπικές εκλογές, αλλά και της τρομοκρατικής επίθεσης με δράστη μετανάστη, που κανονικά θα έπρεπε να έχει επιστρέψει στη χώρα από την οποία προερχόταν, επανάφεραν στο ευρωπαϊκό προσκήνιο το μεταναστευτικό, προκαλώντας εκ νέου ρωγμές στους κόλπους των «27». Η απόφαση της Γερμανίας να προχωρήσει για ένα εξάμηνο σε συνοριακούς ελέγχους, αλλά και το ζήτημα της επιστροφής μεταναστών στις χώρες πρώτης υποδοχής προκαλεί αντιδράσεις, τόσο από τις χώρες πρώτης υποδοχής, όσο και από τα κράτη της κεντρικής Ευρώπης.
Για την Ελλάδα, το μεταναστευτικό είναι μια «φωτιά», που τον τελευταίο χρόνο απλώς «σιγοκαίει», μετά από μια πενταετία κατά την οποία δοκιμάστηκαν οι αντοχές της χώρες στα σύνορά και τα νησιά της. Ο έλεγχος των θαλάσσιων διαδρομών, που ακολουθούν οι διακινητές και των συνόρων στον Έβρο, η παρουσία της Frontex, η μείωση των ροών, η βελτίωση των συνθηκών στα νησιά, παράλληλα με την ευρωπαϊκή συμφωνία για τη μετανάστευση και το άσυλο, έδωσαν την αίσθηση ότι το μεταναστευτικό είναι πλέον «υπό έλεγχο».
Το ενδεχόμενο το κεφάλαιο αυτό να ανοίξει και πάλι, προκαλεί έντονο προβληματισμό και ανησυχία. Ο συναγερμός στην κυβέρνηση έχει ήδη «ηχήσει» μπροστά στο ενδεχόμενο η Τουρκία να επιχειρήσει, μέσα σε αυτό το κλίμα, να εργαλειοποιήσει εκ νέου το μεταναστευτικό, διεκδικώντας, το λιγότερο, αύξηση της ευρωπαϊκής της χρηματοδότησης.
Αυτός είναι και ο λόγος, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε και μάλιστα από τη Βιέννη, να στείλει σαφή μηνύματα για τη στάση, που θα τηρήσει η ελληνική κυβέρνηση. Μετά τη συνάντησή του με τον Αυστριακό καγκελάριο Καρλ Νεχάμερ, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέστησε σαφές πρώτον, ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να επωμισθεί ένα δυσανάλογα μεγάλο βάρος –οικονομικό και κοινωνικό- λόγω απλά της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας, δεύτερον, ότι η Ευρώπη πρέπει να διαθέσει περισσότερους χρηματοδοτικούς πόρους για τη φύλαξη των συνόρων των χωρών εκείνων, που αποτελούν και σύνορα της ΕΕ, αλλά και επιπλέον χρηματοδότηση για τη διαχείριση των προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος των χωρών πρώτης υποδοχής.
Η απειλή δημιουργίας μιας νέας μεταναστευτικής κρίσης -που προκαλούν οι μονομερείς γερμανικές αποφάσεις, θέτοντας εν αμφιβόλω τη Ζώνη Σένγκεν και τη βασική ελευθερία της ελεύθερης διακίνησης προσώπων και παράλληλα υπονομεύουν το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου- κινητοποιούν τους «27», που μόνο πέρυσι δέχθηκαν 1,1 εκατομμύριο αιτήσεις ασύλου, τον μεγαλύτερο αριθμό από το 2016.
Η Ελλάδα έχει ήδη εκφράσει την αντίθεσή της, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να διαφωνεί δημοσίως με την επαναφορά ελέγχων στα χερσαία σύνορα της Γερμανίας και να απορρίπτει τις αιτιάσεις περί αύξησης των επιδομάτων σε άλλες χώρες, ώστε οι μετανάστες να μην επιδιώκουν να φθάσουν σε γερμανικό έδαφος. Με ακόμη πιο σκληρή γλώσσα, Αυστρία και Πολωνία, «υποδέχθηκαν» τις γερμανικές αποφάσεις. Για παρανομίες του Βερολίνου μίλησε ο Αυστριακός υπουργός εσωτερικών Γκέρχαρντ Κάρνερ, διαμηνύοντας ότι η Βιέννη δε θα δεχθεί κανέναν πίσω, για απαράδεκτη δράση έκανε λόγο ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ.
Στόχος της κυβέρνησης, αν το Βερολίνο επιμείνει, είναι το μεταναστευτικό να βρεθεί στην κορυφή της ατζέντας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, έστω και ατύπως, στις 17 και 18 Οκτωβρίου. Ήδη, φαίνεται ένας άξονας Αθήνας-Βιέννης-Βαρσοβίας να βρίσκεται σε κοινό βηματισμό, με παρονομαστή την ανάγκη προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων και της δίκαιης κατανομής των βαρών. Η ανησυχία είναι έκδηλη, όπως και η απαίτηση από το Βερολίνο να μείνει πιστό στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, χωρίς να γυρίζει σε «μπούμερανγκ» για την Ευρώπη τη δική του μεταναστευτική πολιτική.
Το ερώτημα, που παραμένει ανοιχτό για την ελληνική κυβέρνηση, είναι πόσο τελικά η Γερμανία μπορεί να πιεστεί, αλλά και ποια θα είναι η ευρωπαϊκή απάντηση –καθώς μόνον ελληνική δεν μπορεί να είναι- στην περίπτωση, που ο Όλαφ Σολτς, υπό το βάρος των εσωτερικών τριγμών της κυβέρνησής του, επιμείνει στη σκληρή γραμμή, όπως ο ίδιος την περιέγραψε, παρότι παραδέχεται τα προβλήματα, που δημιουργούνται, λέγοντας «θα χρησιμοποιήσουμε όλες τις δυνατότητές μας για να προβούμε σε αρνήσεις εισόδου στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας. Και το κάνουμε αυτό, παρότι προκαλεί δυσχέρειες είναι δύσκολο με τους γείτονές μας».