Το βράδυ της 26ης Μαΐου 2019 ο Αλέξης Τσίπρας, επηρεασμένος από τη συντριπτική ήττα (την πρώτη από μια σειρά του ιδίου έτους) προανήγγειλε προσφυγή στις κάλπες, λέγοντας πως αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών θα ζητούσε από τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας να προχωρήσει τις σχετικές διαδικασίες. Διαπιστώνοντας όμως ότι έμεναν ορισμένες «εκκρεμότητες» ανέβαλε τη σχετική απόφαση για λίγες ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων άλλαξε μεταξύ άλλων και τον ποινικό κώδικα με διατάξεις που ωφέλησαν και την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Τώρα ζητά να ορισθεί ημερομηνία εκλογών μετά από 3 περίπου μήνες και να συγκυβερνά…
Τα όσα διαδραματίστηκαν το 2019 μετά τις ευρωεκλογές και την ήττα του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ είναι λίγο πολύ γνωστά. Η δέ αναβολή της προκήρυξης των πρόωρων εθνικών εκλογών παρά τις σχετικές ανακοινώσεις το βράδυ της ήττας αποδείχθηκε πως είχε συγκεκριμένη στόχευση. Σε ότι αφορά δε τον ποινικό κώδικα που άλλαξε εκείνες τις ελάχιστες ημέρες της αναβολή υπάρχουν καταγγελίες ακόμη και από πρώην πλέον στελέχη της Κουμουνδούρου.
Ο επί ΣΥΡΙΖΑ υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής έχει προχωρήσει σε καταγγελίες ειδικά σε ό,τι αφορά την περίπτωση της Χρυσής Αυγής και των ποινών που επιβλήθηκαν εκ των υστέρων.
O Αλέξης Τσίπρας δεν προκήρυξε εκλογές με τη λήξη του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών. Αντιθέτως την επομένη κατέθεσε τον ποινικό κώδικα τον οποίο οι βουλευτές του ψήφισαν σε μια ημέρα επικυρώνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ 1000 άρθρα. Ο Σταύρος Κοντονής έχει μιλήσει για το θέμα της Χρυσής Αυγής που μέσα από αυτή τη διαδικασία κατέληξε να έχει ευνοϊκότερες ποινές. Το παιχνίδι που στήθηκε εκείνες τις ημέρες καταγράφηκε και αφού ολοκληρώθηκαν οι παρεμβάσεις στη Βουλή αλλά και ένα μπαράζ προσλήψεων προχώρησε σε προκήρυξη εκλογών μια εβδομάδα μετά.
Ο ίδιος είχε σημειώσει το βράδυ των ευρωεκλογών μεταξύ άλλων ότι «αμέσως μετά το δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, θα ζητήσω από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την άμεση προκήρυξη εκλογών». Χρειάστηκε όμως μια εβδομάδα.
Τώρα ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται να ζητούν καθορισμό ημερομηνίας εκλογών από τώρα προκειμένου να διεξαχθούν τον Σεπτέμβριο. Και αυτό χωρίς ο Κυριάκος Μητσοτάκης να έχει αναφέρει πως θα υπάρξουν εκλογές το Φθινόπωρο.
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και το πολιτικό σκηνικό επικεντρώνεται σε αυτή την περίοδο. Πόσο όμως δημοκρατικό και σοβαρό είναι, από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ζητά να σταματήσει η κυβέρνηση να παράγει έργο μη τυχόν και προκηρυχθούν εκλογές.
Να ζητά, για παράδειγμα, υπηρεσιακό υπουργό Εσωτερικών τρεις μήνες πριν από την ημερομηνία που βλέπει η ίδια ως πιθανή την ώρα που ως κυβέρνηση περνούσε νόμους φτάνοντας να αλλάξει και τον ποινικό κώδικα; Δεν είναι η πρώτη φορά φυσικά. Εν τούτοις τα αιτήματα που βάζει ο Αλέξης Τσίπρας αξίζουν προσοχής. Κυρίως διότι απαιτεί να σταματήσει η κυβέρνηση να παίρνει αποφάσεις για μείζονος σημασίας θέματα όπως για παράδειγμα τα εθνικά ή για την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία και τη στάση της Ελλάδας.
Τι έχει ζητήσει ο Αλέξης Τσίπρας;
«Αν πραγματικά, λοιπόν, επιθυμεί κλίμα πολιτικού πολιτισμού και συνεννόησης, ιδίως στα μεγάλα εθνικά θέματα, τον καλούμε στην πορεία προς τις εκλογές να πράξει τα εξής:
1) Να ανακοινώσει από τώρα την ημερομηνία των εκλογών μέσα στο Σεπτέμβριο
2) Να ορίσει από τώρα υπηρεσιακό υπουργό εσωτερικών προκειμένου να πάει ομαλά η χώρα στην πορεία προς τις εκλογές.
3) Να θέσει σε διαρκή συνεδρίαση το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, ώστε όλες οι πολιτικές δυνάμεις να είναι σε πλήρη γνώση των εξελίξεων στα εθνικά μας θέματα καθ' όλη την προεκλογική περίοδο.
4) Να συσταθεί άμεσα η αρμόδια διακομματική επιτροπή και να επιβάλει δημοκρατικούς κανόνες ισότιμης προβολής των κομμάτων στα Μέσα Ενημέρωσης στην πορεία προς τις εκλογές»
Πέραν του χαρακτήρα της δήλωσης, δηλαδή της προειδοποίησης πως αν ο πρωθυπουργός θέλει πολιτικό κλίμα ομαλό πρέπει να ικανοποιήσει αιτήματα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης (κάτι ανάλογο με αυτό που είχε ζητήσει και για την πανδημία απαιτώντας τη διακοπή των εργασιών της Βουλής και του νομοθετικού της έργου) τα 4 αιτήματα χρίζουν προσοχής.
Πρώτον ζητά να μπεί η χώρα σε μια όχι άτυπη, αλλά θεσμοθετημένη προεκλογική εκστρατεία διάρκειας περίπου 3 μηνών με ό,τι αυτό συνεπάγεται δεδομένων και των ανοιχτών θεμάτων με την Τουρκία και κυρίως πάγωμα του νομοθετικού έργου της Βουλής.
Δεύτερον ως προς την επιλογή υπηρεσιακού υπουργού ουσιαστικά επιχειρεί να δημιουργήσει την εικόνα υπηρεσιακής κυβέρνησης, κάτι που συνδυάζεται με το σύνθημα περί «απόδρασης» της κυβέρνησης (ο ίδιος το 2019 μετά την ήττα και αφού είχε προαναγγείλει προσφυγή στις κάλπες, όχι μόνο το έπραξε άμεσα, αλλά και δήλωσε ότι δεν παραιτείται και δεν προχωρά σε υπηρεσιακή κυβέρνηση).
Τρίτον, ζητά να περάσει η εξωτερική πολιτική της χώρας στα χέρια ενός συμβουλίου όπου θα μετέχουν όλα τα κόμματα και ως εκ τούτου, δεδομένων των διαφωνιών που υπάρχουν, να καθίστανται αδύνατες οι αποφάσεις και οι κοινώς συμφωνημένες προτάσεις. Παράδειγμα χαρακτηριστικό, το ενδεχόμενο λήψης αποφάσεων για τη στάση έναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τη στιγμή που κόμματα έχουν εκφράσει ανοιχτά, είτε τη ρωσοφιλική τους στάση, είτε το αίτημα να μην μετάσχει η Ελλάδα στις κυρώσεις σε βάρος του καθεστώτος Πούτιν.
Το τέταρτο αίτημα αναφορικά με τα ΜΜΕ προκαλεί ερωτήματα. Τι ακριβώς εννοεί άραγε ο Αλέξης Τσίπρας όταν μιλά για δημοκρατικούς κανόνες ισότιμης προβολής; Να μην μιλούν οι υπουργοί για το κυβερνητικό έργο και να θεωρείται πως η όποια παρέμβασή τους, πχ για τα μέτρα για την ενέργεια και την ακρίβεια, εντάσσεται στο πλαίσιο της κομματικής προβολής; Να καθορίσουν τα πολιτικά κόμματα πως τα μέσα ενημέρωσης θα διαμορφώνουν το πρόγραμμά τους για 3 μήνες;
Σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσουν ένα αφήγημα για την ψυχολογική ανάταξη των στελεχών τους δεν δύναται να μην λαμβάνει υπόψη τη θεσμική λειτουργία μιας πολιτείας και κυρίως την ανάγκη να εκτελεί το έργο της και το πρόγραμμα της η κυβέρνηση.